Η αντιλοκάπρα είναι μηρυκαστικό θηλαστικό της οικογενείας των Αντιλοκαπριδών, της οποίας αποτελεί το μοναδικό σωζόμενο μέλος. Απαντά αποκλειστικά στα ηπειρωτικά των ΗΠΑ και σε μικρό τμήμα του Καναδά και του Μεξικού. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Antilocapra americana και περιλαμβάνει 5 υποείδη.[1]
Παρόλο που, υπό την στενή έννοια του όρου (sensu stricto), δεν είναι αντιλόπη, η αντιλοκάπρα καταλαμβάνει παρόμοιο οικολογικό θώκο με τις αντιλόπες του Παλαιού Κόσμου, μοιάζει με αυτές και, κάποιες από τις λαϊκές της ονομασίες στις περιοχές όπου απαντά, συμπεριλαμβάνουν τον συγκεκριμένο όρο (βλ. και Ονοματολογία).
Η (νεο-)λατινική ονομασία του γένους, Antilocapra, έχει ελληνική προέλευση, αποτελούμενη από τα επί μέρους συνθετικά antilo[pe] «αντιλόπη» + capra «αίγα» [6] Ο όρος americana στην επιστημονική ονομασία του είδους, παραπέμπει στην ήπειρο, από όπου κατάγεται και διαβιοί το θηλαστικό.
Στην Βόρεια Αμερική, η αντιλοκάπρα αποκαλείται με την λαϊκή ονομασία pronghorn, εκ των συνθετικών prong «περόνη, ακίδα, σουβλί» + horn «κέρατο», δηλαδή «(αυτός που έχει) ακιδωτά, σουβλερά κέρατα». Η ονομασία παραπέμπει στις χαρακτηριστικές μυτερές διακλαδώσεις των κεράτων του θηλαστικού.
Άλλες τοπικές ονομασίες με τις οποίες απαντά η αντιλοκάπρα, είναι: prong buck, pronghorn antelope, cabri ή απλώς antelope, επειδή το θηλαστικό αποτελεί το οικολογικό «ισοδύναμο» των αντιλοπών του Παλαιού Κόσμου, στην Αμερική.[7] Επίσης, στο Μεξικό αποκαλείται berrendo.
Η αντιλοκάπρα αποτελεί μονοτυπικό γένος (Antilocapra) εντός της οικογενείας των Αντιλοκαπριδών (Antilocapridae), επίσης μονοτυπικής, εντός της τάξης των Αρτιοδακτύλων. Αποτελούσε και εξακολουθεί να αποτελεί «γρίφο» για τους συστηματικούς ταξινομικούς και, μέχρι την δεκαετία του 1980 περιλαμβανόταν στην οικογένεια Bovidae. Μελέτη του 2005, τοποθέτησε την οικογένεια Αντιλοκαπρίδες ως «αδελφικό» taxon της οικογενείας των Ελαφιδών (Cervidae), με βάση την συγκριτική ανατομική του δακρυϊκού οστού των μελών τους.[8] Κατοπινές γενετικές μελέτες τοποθέτησαν τις Αντιλοκαπρίδες πλησιέστερα στην οικογένεια των Μοσχιδών (Moschidae).[9] Καρυολογικές αναλύσεις, ωστόσο, έδειξαν μεγάλη συγγένεια με την οικογένεια των Καμηλοπαρδαλιδών (Giraffidae) εντός της υποτάξης των Pecora, ιδιαίτερα με την καμηλοπάρδαλη, βάσει της δομής του φυλογενετικού χρωμοσώματος Χ.[10]. Πάντως, πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η οικογένεια των Αντιλοκαπριδών εξελίχθηκε εντελώς ανεξάρτητα από τις προαναφερθείσες συγγενικές οικογένειες.[11]
Η αντιλοκάπρα απαντά αποκλειστικά στην Βόρεια Αμερική, ως ενδημικό θηλαστικό των περιοχών όπου κατανέμεται. Η εξάπλωσή της περιλαμβάνει έναν (1) πυρήνα στα δυτικοκεντρικά των Ηνωμένων Πολιτειών, με περιφερειακές θέσεις στα σύνορα με τον Καναδά, τις ΝΔ. ΗΠΑ και το Β. Μεξικό.
Οι αντιλοκάπρες έγιναν γνωστές στον επιστημονικό κόσμο από την Αποστολή των Λιούις και Κλαρκ (The Lewis and Clark Expedition) μεταξύ 1804 και 1806 και, συγκεκριμένα από την περιοχή των ΗΠΑ που, σήμερα, είναι γνωστή ως Νότια Ντακότα. Το φάσμα κατανομής εκτείνεται από τα νότια των πολιτειών Σασκάτσουαν και Αλμπέρτα του Καναδά, στις πολιτείες μεταξύ Μοντάνα και Μινεσότα στα βόρεια των Ηνωμένων Πολιτειών, μέχρι την Αριζόνα, το Β. Τέξας, τις ακτές της Ν. Καλιφόρνιας και την βόρεια Μπάχα Καλιφόρνια Σουρ στα νότια, ενώ μέσα στο Μεξικό περιλαμβάνονται οι περιοχές Β. Σονόρα και Σαν Λουίς Ποτοσί.
Το 1959 έγινε εισαγωγή μικρού πληθυσμού στην Χαβάη, αλλά το 1983, μόνον 12 άτομα είχαν απομείνει εκεί και ο πληθυσμός όδευε προς εξαφάνιση.[12]
Η αντιλοκάπρα διαβιοί κυρίως στα ανοικτά, εκτεταμένα, άδενδρα εδάφη τύπου chaparral και στα λιβάδια μεταξύ 900 και 1.800 μ., αν και μπορούν να παρατηρηθούν μέχρι τα 3.050 μ.,[12] με τους πυκνότερους πληθυσμούς σε περιοχές που δέχονται 25-40 εκ. βροχής ετησίως, περίπου. Το νότιο τμήμα του εύρους κατανομής τους κυριαρχείται κυρίως από άνυδρα βοσκοτόπια και ανοικτά λιβάδια. Τον χειμώνα, ιδιαίτερα οι βόρειοι πληθυσμοί εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την παρουσία θάμνων με τους οποίους τρέφονται, γι’ αυτό και κινούνται κατά μήκος των κορυφογραμμών που τις σαρώνουν ισχυροί άνεμοι έτσι, ώστε η βλάστηση να καθαρίζεται από το χιόνι, αν και οι αντιλοκάπρες μπορούν να σκάψουν με τις οπλές τους για να αποκαλύψουν τα φυτά.[13][14] Feldhamer et al
Στην περιοχή της πολιτείας του Όρεγκον, οι αντιλοκάπρες περιπλανώνται στις ανοικτές εκτάσεις που βρίθουν από τους αρωματικούς θάμνους της Artemisia tridentata ενώ, περιστασιακά, απαντούν σε εδάφη με διάσπαρτα κωνοφόρα Juniperus occidentalis και Pinus ponderosa. Την άνοιξη απαντούν και σε εδάφη με αγρωστώδη τύπου Bromus tectorum. Στα ίδια ενδιαιτήματα, η παρουσία ύδατος, -είτε ελεύθερου είτε μέσα στα σαρκώδη φυτά- αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τις εποχικές μετακινήσεις του θηλαστικού. Αυτός είναι ο λόγος που, κατά την διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα σε περιόδους με αρκετές βροχοπτώσεις, οι αντιλοκάπρες παρατηρούνται σε ξερικά εδάφη. Αντίθετα, κατά τη διάρκεια των θερμών εποχών και στις περιόδους παρατεταμένης ξηρασίας, απαντούν σε πεδινές περιοχές όχι περισσότερο των 3 χλμ. από κάποια πηγή νερού. Γενικά αποφεύγουν εδάφη με υψηλή βλάστηση (>70 εκ.), όπως και τις εκτεταμένες άγονες και ημιερημικές περιοχές.[4]
Μία (1) εν εξελίξει μελέτη από το Ινστιτούτο Lava Lake και την Εταιρία Διατήρησης της Άγριας Ζωής δείχνει χερσαία διαδρομή μετανάστευσης της αντιλοκάπρας, που καλύπτει περισσότερα από 260 χιλιόμετρα.[15] Η μετανάστευση ξεκινάει από τους πρόποδες της οροσειράς Πάιονιρ της Μοντάνα, διασχίζει το Εθνικό Μνημείο και Καταφύγιο των Κρατήρων της Σελήνης (Craters of the Moon National Monument and Preserve) στο Αϊντάχο, φθάνοντας μέχρι τον Ηπειρωτικό Υδροκρίτη της Αμερικής (Great Divide). Ο Δρ. Σκοτ Μπέργκεν αναφέρει, «αυτή η μελέτη δείχνει ότι, οι αντιλοκάπρες είναι οι αληθινοί μαραθωνοδρόμοι της αμερικανικής δύσης. Με τα νέα αυτά ευρήματα, μπορούμε να επιβεβαιώσουμε ότι το Αϊντάχο υποστηρίζει μια μεγάλη χερσαία μετανάστευση θηλαστικών –ένα ολοένα και πιο σπάνιο φαινόμενο στις ΗΠΑ και σε όλο τον κόσμο».[16]
Η αντιλοκάπρα είναι μέσου μεγέθους, μηρυκαστικό θηλαστικό, με χαρακτηριστικά ενδιάμεσα των γνησίων ελαφιών και των αντιλοπών, κάτι που αντικατοπτρίζεται στην ξεχωριστή ταξινομική θέση της οικογένειας στην οποία ανήκει. Το γενικότερο παρουσιαστικό της «θυμίζει» περισσότερο αντιλόπη, αλλά η δομή και η απόπτωση των κεράτων της χαρακτηρίζουν -μέχρι κάποιο βαθμό- τα ελάφια (βλ. Κέρατα).
Το σώμα της είναι στιβαρό και κάπως «στρουμπουλό», σαφώς πιο ογκώδες από εκείνο μιας γνήσιας αντιλόπης και πολύ λιγότερο κομψό από εκείνο ενός ελαφιού. Η ουρά είναι μικρή, οι κνήμες είναι σχετικά λεπτές και ίσιες, ενώ τα πόδια διαθέτουν μόνον 2 δακτύλους (διδάκτυλη οπλή), χωρίς υπολειπόμενο δάκτυλο (declaw). Το κρανίο, από ραχιαία και κοιλιακή όψη εμφανίζει, γενικά, μορφή ακίδας βέλους, ενώ υπάρχει κενό μεταξύ δακρυικού και ρινικού οστού,[4] με την οβελιαία ακρολοφία να απουσιάζει.[17] Το κεφάλι είναι μεγάλο σε σχέση με το σώμα και οι -επίσης μεγάλοι- οφθαλμοί είναι τοποθετημένοι σε ευρείς, σωληνωτούς οφθαλμικούς κόγχους, οι οποίοι παρέχουν επαρκή μηχανική προστασία στους βολβούς. Η ίριδα είναι μαύρη, ενώ επί πλέον προστασία από την ηλιακή ακτινοβολία παρέχουν οι μεγάλες, παχιές βλεφαρίδες.[17] Η όραση της αντιλοκάπρας είναι εξαιρετικά ανεπτυγμένη, με το οπτικό πεδίο να καλύπτει γωνία 320°, περίπου.[4]
Εκτός από τα κέρατα, η αντιλοκάπρα ξεχωρίζει από τις χαρακτηριστικές λευκές περιοχές στους γλουτούς, τον λαιμό, το στήθος, τις πλευρές και την κοιλιά. Ιδιαίτερα διακριτές είναι οι περιοχές στους γλουτούς, εκατέρωθεν της ουράς, οι οποίες μπορεί να έχουν μήκος 8 εκ. η κάθε μία και, ξεχωρίζουν από μεγάλη απόσταση, κάνοντας έντονο κοντράστ με το υπόλοιπο καφεκόκκινο -στο χρώμα της σκουριάς- τρίχωμα του σώματος. Υπάρχουν διάφορα σκούρα καφέ ή μαύρα σημάδια στο κεφάλι και στον λαιμό, ιδιαίτερα στην περιοχή του μετώπου. Tα μπροστινά πόδια είναι μεγαλύτερα από τα πίσω και υποβαστάζουν το μεγαλύτερο βάρος του σώματος, όταν το ζώο τρέχει με μεγάλη ταχύτητα.[4]
Οι αντιλοκάπρες διαθέτουν, συνήθως, 4 μαστικούς αδένες αλλά έχουν καταγραφεί και άτομα με 6. Σε αντίθεση με τα ελάφια, η αντιλοκάπρα διαθέτει χοληδόχο κύστη, ενώ το στομάχι της είναι 4-χωρο. Τα θηλυκά διαθέτουν δίκερη μήτρα [4] Ως προς την οδόντωση, η αντιλοκάπρα ανήκει στα υψίδοντα (hypsodont) θηλαστικά (σημ. η μύλη των δοντιών έχει μεγάλο ύψος για να ανταποκρίνεται στην εκτεταμένη φθορά λόγω της συνεχούς μάσησης). Η μόνιμη οδοντοφυΐα περιλαμβάνει 32, συνολικά, δόντια με τον εξής οδοντικό τύπο: 0.0.3.3 0.1.3.3 {displaystyle { frac {0.0.3.3}{0.1.3.3}}} Ο κάτω κυνόδοντας έχει την μορφή κοπτήρα (τομέα).[18]
Το τρίχωμα της αντιλοκάπρας είναι σκληρό με μεγάλα, εξαγωνικά μυελώδη (medullary) κύτταρα, τα οποία είναι γεμάτα με αέρα για την παροχή άριστης μόνωσης.[19] Γενικά, θεωρείται κακής εμπορικής αξίας, κάτι που έχει ωφελήσει το θηλαστικό για ευνόητους λόγους. Το τρίχωμα αποπίπτει κάθε άνοιξη και βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση το καλοκαίρι παρά τον επερχόμενο χειμώνα. Τόσο τα αρσενικά όσο και τα θηλυκά διαθέτουν δύο γλουτιαίους οσμητικούς αδένες (rump scent glands), οι οποίοι παράγουν έκκριμα που, σε συνδυασμό με τα λευκά «μπαλώματα» στους γλουτούς, χρησιμεύει στην ενδοειδική αναγνώριση. Τα αρσενικά διαθέτουν, επί πλέον, δύο υποωτικούς (subauricular) και έναν (1) διάμεσο (median), αδένες, απαραίτητους για την αναπαραγωγική συμπεριφορά.[20] Επίσης, και τα δύο φύλα, διαθέτουν διαδακτυλικούς (interdigital) αδένες, τόσο στα εμπρόσθια όσο και στα οπίσθια πόδια, οι οποίοι παράγουν ειδικό σμήγμα το sebum που διατηρεί τις οπλές σε καλή κατάσταση.[21] Τέλος, τα αρσενικά σηματοδοτούν τον ζωτικό τους χώρο με έκκριμα από αδένες που βρίσκονται μπροστά από τους οφθαλμικούς κόγχους, τους προκογχικούς (preorbital) αδένες.[3]
Ενώ στο είδος δεν παρατηρείται έντονος φυλετικός διμορφισμός, τα αρσενικά (bucks) ξεχωρίζουν από τα θηλυκά (does), επειδή είναι σαφώς βαρύτερα -χωρίς ιδιαίτερη διαφορά στο μήκος και ύψος του σώματος- και επειδή έχουν διαφορετικό παρουσιαστικό στα κέρατα, ενώ υπάρχουν και θηλυκά χωρίς κέρατα (βλ. Δομή κεράτων). Επίσης, τα αρσενικά διαθέτουν χαρακτηριστική μαύρη λωρίδα στην περιοχή του λάρυγγα.
Τα κέρατα της αντιλοκάπρας αποτελούν ιδιάζουσα περίπτωση και είναι από εκείνα τα στοιχεία που συμβάλλουν καθοριστικά στον διαχωρισμό του θηλαστικού από τα υπόλοιπα αρτιοδάκτυλα και την συγκρότηση της ξεχωριστής οικογένειας, Αντιλοκαπρίδες. Συγκεκριμένα, υπάρχουν μεν οι κεράτινες θήκες (sheaths) που περιβάλλουν τον αρχικό οστέινο πυρήνα (core), αλλά αυτές αποπίπτουν κάθε χρόνο. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι ενδιάμεσα μεταξύ των κεράτων των βοοειδών (sensu lato) (που διαθέτουν μόνιμες, μη αποπίπτουσες κεράτινες δομές) και των κεράτων των ελαφιών (που δεν έχουν καθόλου κεράτινες θήκες, αλλά επίσης αποπίπτουν κάθε χρόνο).
Επίσης, υπάρχει χαρακτηριστικός τρόπος διακλάδωσης των κεράτων στις αντιλοκάπρες. To βασικό, μετωπικό στέλεχος των κεράτων εμφανίζει διακλάδωση, σε αντίθεση με το αντίστοιχο των ελαφιών που είναι ακέραιο. Αυτή η διακλάδωση παράγει χαρακτηριστική, πεπλατυσμένη, μυτερή δοκίδα-αποφυάδα των αρσενικών -και μόνον-, η οποία αποκαλείται prong και δίνει την αγγλική ονομασία στην αντιλοκάπρα (βλ. Ονοματολογία). Στην συνέχεια, ο κύριος κλάδος που έχει χρώμα καφέ-μαύρο, καταλήγει σε πολύ μυτερά, λεπτά άκρα που εμφανίζουν καμπύλωση προς τα έσω (introrse) ή προς τα έξω (extrorse). Κέρατα διαθέτουν και πολλά θηλυκά, όχι όμως όλα και, όταν υπάρχουν, είναι μικρά και σπανιότατα φέρουν την χαρακτηριστική ακιδωτή διακλάδωση των αρσενικών. Τα κέρατα της αντιλοκάπρας αποπίπτουν κάθε έτος, έναν (1) μήνα ή περισσότερο μετά τα τελετουργικά και τις διαμάχες ερωτοτροπίας (rut).[17]
Το διαιτολόγιο της αντιλοκάπρας περιλαμβάνει ποικιλία φυτικής ύλης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των φυτών που είναι δυσάρεστα ή και τοξικά για πολλά κατοικίδια ζώα (πρόβατα και βοοειδή), αν και μπορεί να υφίσταται ανταγωνισμός με αυτά για την τροφή. Σε μελέτη που εκπονήθηκε, οι πόες αποτελούσαν το 62%, οι θάμνοι το 23%, και τα αγρωστώδη το 15%,[22] ενώ σε άλλη μελέτη, οι κάκτοι αποτελούσαν το 40%, τα αγρωστώδη το 22%, οι πόες το 20%, και οι θάμνοι το 18% του διαιτολογίου.[23] Οι αντιλοκάπρες μηρυκάζουν την τροφή τους.
Η αντιλοκάπρα είναι το ταχύτερο θηλαστικό στο Δυτικό ημισφαίριο, με σωματοδομή που ανταποκρίνεται στην επίτευξη ταχυτήτων, ικανών για να αποφεύγει με σχετική ευκολία οποιονδήποτε θηρευτή των ενδιαιτημάτων της, εάν δεν αιφνιδιαστεί.
Μερικά από τα δομικά στοιχεία που συμβάλλουν καθοριστικά στην επίτευξη υψηλών ταχυτήτων είναι το μεγάλο μέγεθος της τραχείας, των πνευμόνων και της καρδιάς του θηλαστικού -πάντοτε σε σχέση με το μέγεθος του σώματος. Έτσι, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η αντιλοκάπρα τρέχει με το στόμα ανοικτό, προσλαμβάνει μεγάλες ποσότητες ατμοσφαιρικού αέρα και γίνεται ευκολότερα η ανταλλαγή των αναπνευστικών αερίων με την συμμετοχή του κυκλοφορούντος αίματος. Επίσης, η διαμόρφωση και προστασία των οπλών της αντιλοκάπρας είναι τέτοια, ώστε να υπάρχει ισομερής καταμερισμός του βάρους στον άκρο πόδα και να αποφεύγονται η ολίσθηση και οι τραυματισμοί στο τερέν κατά το τρέξιμο, ενώ απορροφούν και το σοκ του υψηλού σωματικού βάρους.
Το ερειστικό σύστημα είναι εξαιρετικά ελαφρύ, ενώ οι επί μέρους τρίχες του τριχώματός τους είναι κοίλες. Η κερκίδα -δηλαδή τα εμπρόσθια άκρα- είναι ίση ή μεγαλύτερη από το μηριαίο οστό -δηλαδή τα οπίσθια άκρα. Η ωλένη είναι μικρή και μερικώς συντετηγμένη με την κερκίδα, για την εξάλειψη της συστροφής και περιστροφής του αγκώνα. Δεν υφίσταται κλείδα και η ωμοπλάτη έχει διευθετηθεί να βρίσκεται σε οριζόντια θέση σε σχέση με το πλαϊνό τμήμα του στήθους, ελεύθερη να περιστρέφεται κατά 20° έως 25°, στο ίδιο επίπεδο με όλο το άκρο. Οι αρθρώσεις έχουν τροποποιηθεί έτσι, ώστε να ενεργούν ως «μεντεσέδες» (sic) που επιτρέπουν μόνο την κίνηση κατά την συνιστώσα της πορείας. Αυτό έχει γίνει με την εισαγωγή ακανθωτών προεκβολών και αυλακώσεων στις αρθρώσεις.[12]
Ωστόσο, το κύριο στοιχείο της φυσιολογίας του ζώου που είναι καθοριστικό για την επίτευξη υψηλών ταχυτήτων, αλλά και για την διατήρησή τους, είναι η ικανότητα Μέγιστης Πρόσληψης Οξυγόνου (ΜΠΟ, VO2max), πρακτικά, την ικανότητα της αντιλοκάπρας να μπορεί να συνθέτει ATP και να αποκρίνεται στον αερόβιο καταβολισμό. Ενδεικτικό είναι ότι, η ΜΠΟ διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην απόδοση στα αθλήματα αντοχής και η βελτίωσή της αποτελεί έναν από τους πιο σοβαρούς προπονητικούς στόχους ενός αθλητή. Με την αύξηση αυτή οι αθλητές καταφέρνουν να παράγουν το ίδιο έργο με χαμηλότερη ένταση άσκησης.[12]
Μάλιστα, η ύπαρξη ενός θηλαστικού που «χρειάζεται» να τρέχει τόσο γρήγορα σε μιαν οικοζώνη που δεν έχει ζώα-δρομείς υψηλών ταχυτήτων, οδήγησε τους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι, κατά το παρελθόν, πρέπει να είχε υπάρξει κάποιος θηρευτής-δρομέας που με την πάροδο των αιώνων εξαφανίστηκε, αφήνοντας κενό τον συγκεκριμένο οικολογικό θώκο. Πράγματι, αυτός ο θηρευτής πρέπει να ήταν ο αμερικανικός γατόπαρδος (Miracinonyx sp.), ο οποίος κάλυπτε θώκο στην Αμερική, αντίστοιχο με εκείνον του αρτίγονου γατόπαρδου στην Αφρική.[2][24]
Η επίτευξη υψηλών ταχυτήτων από τις αντιλοκάπρες συνδυάζεται με ικανότητα διατήρησής τους και αντοχής στην παρατεταμένη ταχύτητα, στοιχείο που τούς παρέχει επί πλέον προστασία από τους θηρευτές που διαβιούν στους ίδιους, με αυτές, οικοτόπους. Η τελική ταχύτητα που μπορεί να πετύχει μια αντιλοκάπρα είναι πολύ δύσκολο να μετρηθεί με ακρίβεια, και ποικίλλει μεταξύ των διαφόρων ατόμων και των συνθηκών κάτω από τις οποίες επιτυγχάνεται, στοιχείο που δυσχεραίνει ή κάνει αδύνατες τις πειραματικές μετρήσεις, ακριβώς όπως συμβαίνει και με τον κορυφαίο δρομέα, τον γατόπαρδο.
Ωστόσο, συγκρινόμενη με τις αντιλόπες του Παλαιού Κόσμου, η αντιλοκάπρα εμφανίζει το μειονέκτημα της αδυναμίας υπερπήδησης εμποδίων. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που, σχεδόν πάντοτε, φροντίζει να αναζητά την τροφή της σε μεγάλες, ανοικτές επιφάνειες όπου δεν υπάρχουν φυσικά εμπόδια, όπως βράχοι, δένδρα, υψηλοί θάμνοι κ.λ.π. Μάλιστα, η αδυναμία αυτή οδηγεί τις αντιλοκάπρες να συνηθίζουν να περνούν τους τεχνητούς φράχτες που συναντούν στον δρόμο τους, από το κάτω μέρος, κάτι που σε πολλές περιπτώσεις οδηγεί στον τραυματισμό τους, εάν δεν προλάβουν να ανακόψουν ταχύτητα, ή και τον θάνατό τους εάν ο φράχτης είναι αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Γι’ αυτό, το Ίδρυμα Αντιλόπης της Αριζόνα (Arizona Antelope Foundation) έχει προχωρήσει στην διαδικασία αντικατάστασης τουλάχιστον του κάτω τμήματος των ακανθοφόρων συρματοπλεγμάτων, με απλό, ακέραιο σύρμα, για την αποφυγή τέτοιων περιστατικών.[27]
Οι αντιλοκάπρες σχηματίζουν μικτές αγέλες κατά την διάρκεια του χειμώνα. Στις αρχές της άνοιξης, τα κοπάδια διαχωρίζονται, με τα νεαρά αρσενικά να σχηματίζουν ομάδες «εργένηδων», τα θηλυκά να σχηματίζουν τις δικές τους, ξεχωριστές ομάδες και τα ενήλικα αρσενικά να περιφέρονται μοναχικά.[24] Ορισμένες «γυναικείες» ομάδες μοιράζονται την ίδια περιοχή το καλοκαίρι, ενώ και κάποια αρσενικά σχηματίζουν δικές τους, μεταξύ άνοιξης και φθινοπώρου. Στις ομάδες των θηλυκών οι ιεραρχίες φαίνεται να είναι εναλλασσόμενες-κυκλικές,[28] με τα κυρίαρχα θηλυκά να είναι επιθετικά με εκείνα άλλων ομάδων.
Τα ενήλικα αρσενικά είτε υπερασπίζονται έναν μόνιμο ζωτικό χώρο, στον οποίο μπορούν να εισέλθουν θηλυκά, είτε να υπερασπίζονται ένα ήδη σχηματισμένο χαρέμι θηλυκών. Η αντιλοκάπρα μπορεί να αλλάξει τις στρατηγικές ζευγαρώματος ανάλογα με τις περιβαλλοντικές ή «δημογραφικές» συνθήκες.[24] Έτσι, όταν οι βροχοπτώσεις είναι αρκετές, τα ενήλικα αρσενικά τείνουν να είναι εδαφικά και να διατηρούν τα εδάφη τους με οσμητική σήμανση, αρθρώνοντας χαρακτηριστικά μουγκανητά και επιτιθέμενα στους εισβολείς. Σε αυτά τα ενδιαιτήματα, τα εδαφικά αρσενικά έχουν πρόσβαση σε καλύτερους πόρους διατροφής από τα εργένικα αρσενικά.[29]
Τα θηλυκά χρησιμοποιούν, επίσης, διαφορετικές στρατηγικές ζευγαρώματος. Τα περισσότερα θηλυκά καθίστανται «δειγματοληπτικά» (sampling), επισκεπτόμενα πολλά αρσενικά και παραμένοντας με το καθένα από αυτά για μικρό χρονικό διάστημα, πριν την μετάβαση στο επόμενο αρσενικό και, μάλιστα, με αυξανόμενο ρυθμό όσο πλησιάζει ο οίστρος. Υπάρχουν και θηλυκά «προβοκάτορες» (inciting), τα οποία συμπεριφέρονται ως «δειγματοληπτικά» μέχρι τον οίστρο και, στην συνέχεια, υποκινούν συγκρούσεις ανάμεσα στα αρσενικά, παρακολουθώντας τα και, ζευγαρώνοντας κατόπιν με τους νικητές. Πριν από τις «μάχες», τα αρσενικά προσπαθούν να εκφοβίσουν ο ένας τον άλλον. Αν ο εκφοβισμός αποτύχει, εμπλέκουν τα μυτερά τους κέρατα και προσπαθούν να προκαλέσουν τραυματισμό.[12] Τέλος υπάρχουν και τα «ήσυχα» (quiet) θηλυκά, που παραμένουν με ένα (1) μόνον αρσενικό σε μια απομονωμένη περιοχή καθ’ όλη την διάρκεια του οίστρου.[30] Τα θηλυκά διατηρούν αυτή την συμπεριφορά ζευγαρώματος για δύο έως τρεις εβδομάδες, συνολικά.[12]
Όταν «φλερτάρει» ένα θηλυκό σε οίστρο, το αρσενικό την πλησιάζει με χαμηλόφωνα μουγκανητά,[24] κινεί το κεφάλι του πέρα-δώθε και τής δείχνει τα χαρακτηριστικά λευκά σημάδια του προσώπου του.[31] Εάν το θηλυκό είναι δεκτικό, παραμένει ακίνητο, οσμίζεται το έκκριμα των αδένων του αρσενικού, και στη συνέχεια επιτρέπει στο αρσενικό να την γονιμοποιήσει.[24]
Οι αντιλοκάπρες έχουν περίοδο κύησης από 7 έως 8 μήνες, που είναι μεγαλύτερη από εκείνην ενός τυπικού οπληφόρου της Βόρειας Αμερικής. Για παράδειγμα, η κυοφορία του ελαφιού με λευκή ουρά (Odocoileus virginianus), διαρκεί 6 εβδομάδες λιγότερο. Οι αντιλοκάπρες αναπαράγονται στα μέσα Σεπτεμβρίου, και τα νεαρά ελαφάκια που ονομάζονται fawns έρχονται στον κόσμο στα τέλη Μαΐου, με τις γέννες να ολοκληρώνονται από όλα τα θηλυκά, μέσα σε διάστημα λίγων ημερών.[22] Τα νεογέννητα ζυγίζουν 2-4 κιλά, συνήθως 3 κιλά, ενώ δίδυμα ελαφάκια είναι αρκετά συνηθισμένα.[32] Τις πρώτες 21-26 ημέρες περνούν το χρόνο τους κρυπτόμενα στην βλάστηση. Έρχονται σε επαφή με την μητέρα τους μέχρι και 20-25 λεπτά, συνολικά, την ημέρα και αυτό συνεχίζεται ακόμα και όταν σχηματίζουν ομάδες με άλλα νεογέννητα. Οι μητέρες αναλαμβάνουν την πλήρη φροντίδα των μικρών οδηγώντας τα στις περιοχές αναζήτησης τροφής και νερού, καθώς και προστατεύοντάς τα από αρπακτικά ζώα. Σιτίζονται συνήθως τρεις φορές την ημέρα. Η σεξουαλική ωριμότητα των νεαρών αντιλοκαπρών επιτυγχάνεται σε 15-16 μήνες, αν και τα αρσενικά σπάνια αναπαράγονται πριν γίνουν 3 ετών.
Οι κύριοι θηρευτές της αντιλοκάπρας είναι το πούμα, το κογιότ, ο κόκκινος λύγκας και οι λύκοι, ενώ ο χρυσαετός συνηθίζει να επιτίθεται στα νεαρά άτομα. Η διάρκεια ζωής τους είναι γύρω στα 10, σπανίως 15 χρόνια.
Πέρα από το κυνήγι (βλ. Ιστορικό και κατάσταση πληθυσμού), οι μεταναστευτικοί διάδρομοι της αντιλοκάπρας απειλούνται από τον κατακερματισμό των ενδιαιτημάτων και το μπλοκάρισμα των παραδοσιακών οδών. Σε μελέτη που διεξήχθη από το Ινστιτούτο Lava Lake και την Εταιρία Διατήρησης της Άγριας Ζωής σε ένα (1) συγκεκριμένο σημείο της πορείας των θηλαστικών, υπήρχε συμφόρηση (bottleneck) από τα διαβαίνοντα ζώα, αφού το πλάτος διάβασης δεν υπερέβαινε τα 200 μέτρα σε πλάτος.[33]
Επίσης, τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα που χρησιμοποιούνται από τους κτηνοτρόφους και αγρότες για την περίφραξη των εδαφών τους, αποτελούν σοβαρό κίνδυνο και, γίνεται προσπάθεια να αντικατασταθούν (βλ. Ταχύτητα). Γενικά, πάντως, δεν υπάρχουν άλλες σοβαρές απειλές, και οι προσπάθειες επικεντρώνονται στα κινδυνεύοντα υποείδη, ιδιαίτερα στο A. a. sonoriensis, κυρίως λόγω της υπερβόσκησης, της κατασκευής δρόμων, τους φράχτες, την ανεπαρκή πρόσβαση στο νερό και, με την λαθροθηρία να είναι πάντοτε παρούσα.[34]
Στο γύρισμα του 20ού αιώνα, τα μέλη της ομάδας για τη διατήρηση της άγριας ζωής, Boone & Crockett Club, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η εξαφάνιση της αντιλοκάπρας ήταν περισσότερο θέμα χρόνου, παρά ενδεχόμενο. Σε επιστολή μεταξύ μελών αναφέρεται ότι, «η Λέσχη είναι πολύ ανήσυχη για την τύχη της αντιλοκάπρας, που φαίνεται να μειώνεται παντού και γρήγορα». Μέχρι το 1920, το κυνήγι είχε φέρει τους πληθυσμούς του θηλαστικού στο ανησυχητικό επίπεδο των 13.000 ατόμων, περίπου.[2] Ωστόσο, σε άλλη επιστολή μέλους αναφέρεται ότι, «προσωπικά, πιστεύω ότι η αντιλόπη είναι καταδικασμένη, αλλά κάθε προσπάθεια θα πρέπει να γίνει για να σωθεί».
Παρά το γεγονός ότι ο σύλλογος είχε αρχίσει τις προσπάθειές του, μέσω χρηματοδότησης και εμπλουτισμού των καταφυγίων θηραμάτων στο Κάνσας, την Μοντάνα και την Νότια Ντακότα, το μεγαλύτερο μέρος των προσπαθειών αποτύγχανε, κυρίως λόγω των επικίνδυνων περιφράξεων. Το 1927, νέες προσπάθειες κορυφώθηκαν με την δημιουργία του Καταφυγίου Αντιλόπης Τσαρλς Σέλντον στην Β. Νεβάδα. Περίπου 2.900 στρέμματα γης αγοράστηκαν από δύο συμμετέχουσες οργανώσεις που, στην συνέχεια, παραδόθηκαν στην Βιολογική Έρευνα ως καταφύγιο της αντιλκάπρας. Η δωρεά αυτή ενισχύθηκε από την κεντρική κυβέρνηση προσθέτοντας 30.000 στρέμματα δημόσιας γης γύρω από το Καταφύγιο. Στις 26 Ιανουαρίου 1931, ο πρόεδρος Χούβερ υπέγραψε την αναδοχή εξαγοράς γης, και στις 31 Δεκεμβρίου 1936 ο πρόεδρος Ρούσβελτ υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα δημιουργίας ενός πολύ μεγάλου καταφυγίου, έκτασης 549.000 στρεμμάτων. Αυτή ήταν η πραγματική αρχή για την ανάκτηση των πληθυσμών της αντιλοκάπρας στην Βόρεια Αμερική.[35]
Η προστασία των οικοτόπων και οι περιορισμοί στο κυνήγι επέτρεψαν στους πληθυσμούς της αντιλοκάπρας να επανέλθουν οριστικά στα, κατ' εκτίμησιν 500.000-1.000.000 άτομα, όχι όμως για όλα τα υποείδη (βλ. Πίνακα υποειδών). Μια πρόσφατη πτώση είχε παρατηρηθεί σε λίγους, εντοπισμένους πληθυσμούς, λόγω κάποιας μορφής καταρροϊκού πυρετού, ο οποίος μεταδίδεται από τα πρόβατα, αλλά η συνολική τάση είναι θετική δεδομένου ότι τα μέτρα διατήρησης, τέθηκαν σε εφαρμογή.
Σήμερα, οι αριθμοί της αντιλοκάπρας είναι πλέον αρκετά μεγάλοι και, μάλιστα ξεπερνούσαν εκείνους των κατοίκων σε κάποιες, απομονωμένες περιοχές στο Ουαϊόμινγκ και το Β. Κολοράντο, μέχρι πρόσφατα. Οι αντιλοκάπρες θηρεύονται νόμιμα στις δυτικές πολιτείες, με σκοπό τον έλεγχο του πληθυσμού, αλλά και ως πηγή τροφής. Οι πληθυσμοί της αντιλοκάπρας παραμένουν σταθεροί, γι’ αυτό και η IUCN έχει κατατάξει το είδος στα Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).[5]
Η αντιλοκάπρα είναι μηρυκαστικό θηλαστικό της οικογενείας των Αντιλοκαπριδών, της οποίας αποτελεί το μοναδικό σωζόμενο μέλος. Απαντά αποκλειστικά στα ηπειρωτικά των ΗΠΑ και σε μικρό τμήμα του Καναδά και του Μεξικού. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Antilocapra americana και περιλαμβάνει 5 υποείδη.
Παρόλο που, υπό την στενή έννοια του όρου (sensu stricto), δεν είναι αντιλόπη, η αντιλοκάπρα καταλαμβάνει παρόμοιο οικολογικό θώκο με τις αντιλόπες του Παλαιού Κόσμου, μοιάζει με αυτές και, κάποιες από τις λαϊκές της ονομασίες στις περιοχές όπου απαντά, συμπεριλαμβάνουν τον συγκεκριμένο όρο (βλ. και Ονοματολογία).
Η αντιλοκάπρα αποτελεί ένα, κατά κάποιο τρόπο, «ζωντανό απολίθωμα». Το γένος αποτελείτο από 12 είδη κατά την διάρκεια του Πλειστόκαινου, στην περιοχή όπου σήμερα εκτείνεται η Βόρεια Αμερική. Με την πάροδο των αιώνων άρχισαν να εξαφανίζονται και, με την άφιξη του ανθρώπου, μόνον 5 είχαν απομείνει, τα οποία εξαφανίστηκαν και αυτά πλην ενός (1), του αρτίγονου Antilocapra americana. Μάλιστα, οι Αντιλοκαπρίδες αποτελούν την μοναδική οικογένεια θηλαστικών που είναι ενδημική στην οικοζώνη της Νεαρκτικής.