Η υδρόβια αντιλόπη είναι φυτοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των Βοοειδών. Το είδος έχει την επιστημονική ονομασία Kobus ellipsiprymnus, απαντά νότια της Σαχάρας, στην κεντρική και ανατολική Αφρική και περιλαμβάνει 13 υποείδη.[1]
Η επιστημονική ονομασία της υδρόβιας αντιλόπης είναι Kobus ellipsiprymnus. Το όνομα του γένους, Kobus, είναι μια (νεο-)λατινική λέξη, που κατάγεται από την Αφρικανική λέξη koba. Η δεύτερη ονομασία ellipsiprymnus αναφέρεται στον ελλειπτικό δακτύλιο που βρίσκεται στους γλουτούς και προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις έλλειψη και πρύμνος (πρύμνη-πίσω μέρος).[5]
Η κοινή του ονομασία αναφέρεται στη βιολογία της αντιλόπης, καθώς περνά μεγάλο μέρος της μέρας μέσα στο νερό.
Η υδρόβια αντιλόπη είναι το ένα από τα έξι είδη αντιλοπών του γένους Κόβυς της οικογένειας των βοοειδών. Το κύριο δείγμα αυτού του είδους συλλέχθηκε από τον κυνηγό-εξερευνητή Άντριου Στίντμαν (Eduard Rüppell, 1794-1884) το 1832 και περιγράφηκε από τον Ιρλανδό φυσιοδίφη Ουίλιαμ Ογκίλβυ το 1833[6] ως Antilope ellipsiprymnus. Το γένος μετατράπηκε όμως σε Kobus το 1840, και έγινε K. ellipsiprymnus. Το 1835, ο Γερμανός φυσιοδίφης Έντουαρντ Ρούπελ σύλλεξε ένα άλλο δείγμα, το οποίο διέφερε από το δείγμα του Στίντμαν που είχε έναν λευκό δακτύλιο στους γλουτούς. Θεωρώντας το ξεχωριστό είδος, ο Ρούπελ έδωσε στο δείγμα του το Αμχαρικό όνομα «Defassa» και επιστημονική ονομασία Antilope defassa.
Οι σύγχρονοι ταξινομιστές, ωστόσο, κατατάσσουν την κοινή υδρόβια αντιλόπη και την υδρόβια αντιλόπη Ντεφάσσα σε ένα μόνο είδος, το Κ. ellipsiprymnus, δεδομένου του μεγάλου αριθμού της παρουσίας του υβριδισμού μεταξύ των δύο. Η διασταύρωση μεταξύ των δύο λαμβάνει χώρα στο Εθνικό Πάρκο Ναϊρόμπι, λόγω της εκτεταμένης αλληλοεπικάλυψης των ενδιαιτημάτων.[7]
Τα υποείδη διαιρούνται άτυπα σε 2 «ομάδες» (groups) ανάλογα με τις διαφορές που εμφανίζουν σε κάποια, σταθερά μορφολογικά στοιχεία, κυρίως το σχέδιο του ελλειπτικού δαχτυλίου στους γλουτούς. Οι ομάδες αυτές είναι οι εξής:
Αυτές οι ομάδες περιλαμβάνουν 8 και 29 υποείδη αντίστοιχα (37 συνολικά). Το 1971 όμως, ο αριθμός των υποειδών μειώθηκε στα 13 (για την πρώτη ομάδα 4 και για την δεύτερη 9).
Η υδρόβια αντιλόπη απαντά αποκλειστικά στην Αφρική, ως ενδημικό θηλαστικό των περιοχών όπου κατανέμεται.
Έχει εξαλειφθεί σε μεγάλο βαθμό στο προηγούμενο φάσμα του, αλλά επιβιώνει σε πολλές προστατευόμενες περιοχές και σε ορισμένες άλλες περιοχές που είναι αραιοκατοικημένες από τον άνθρωπο.
Τα Ντεφάσσα εξαπλώνονται δυτικά της δυτικής Κοιλάδας του Μεγάλου Ρήγματος και νότια του Σαχέλ από την Ερυθραία στην ανατολή στη Γουινέα Μπισάου στα δυτικά: το βορειότερο σημείο της εξάπλωσης είναι στο νότιο Μάλι. Ένας πληθυσμός εξακολουθεί να υπάρχει στο Νιόκολα-Κόμπα (Niokola-Koba) στη Σενεγάλη. Τα Ντεφάσσα κατανέμονται επίσης ανατολικά του δάσους της λεκάνης του Κονγκό, εξαπλώνεται δυτικά κάτω από νότιο όριο της λεκάνης μέσω της Ζάμπια στην Ανγκόλα. Ένας άλλος κλάδος της εξάπλωσης εκτείνεται βόρεια, δυτικά μέχρι τον ποταμό Κονγκό Κονγκό Δημοκρατία. Οι υδρόβιες αντιλόπες έχουν εξαφανιστεί στην Γκάμπια, αν vagrants μπορούν να εισέλθουν από τη Σενεγάλη.[8] Ανατολικά της κοιλάδας του ανατολικού Ρήγματος, τα Ντεφάσσα αντικαθίσταται από τις Κοινές υδρόβιες αντιλόπες, οι οποίες εξαπλώνονται νότια μέχρι περίπου το Χλουχλούι-Ανμφολόζι (Hluhluwe-Umfolozi Ν.Ρ.) στο ΚουαΖουλού-Νατάλ (KwaZulu-Natal) και τη κεντρική Ναμίμπια. Οι Κοινές υδρόβιες αντιλόπες έχουν εξαφανιστεί στην Αιθιοπία, ενώ τα Ντεφάσσα επιβιώνουν ακόμα.[9]
Οι υδρόβιες αντιλόπες ζούνε πάντοτε σε περιοχές με έντονο υγρό στοιχείο, με μια ισχυρή προτίμηση για πυκνή, ξυλώδη βλάστηση. Ο καλύτερος βιότοπος για την υδρόβια αντιλόπη είναι οι αποξηραμένες περιοχές, τα λιβάδια, οι σαβάνες και τα παραποτάμια δάση, όπου το γρασίδι πρέπει να έχει μέγιστο ύψος 8-65 εκατοστά.[10][11] Λόγω της απαίτησής της τόσο για λιβάδια όσο και για νερό, οι υδρόβιες αντιλόπες έχουν μια αραιή κατανομή κατά μήκος των οικοτόνων (περιοχές διεπαφής μεταξύ δύο διαφορετικών οικοσυστημάτων). Παρά την προτίμησή τους για το ξηρό έδαφος, παραμένουν στο νερό για εύρεση τροφής και ασφάλεια από τα αρπακτικά.[12]
Η υδρόβια αντιλόπη Ντεφάσσα κατοικεί σε πυκνούς θάμνους και δάση της σαβάνας, με ετήσια βροχόπτωση τουλάχιστον 750 χιλιοστών, ενώ η Κοινή υδρόβια αντιλόπη κατοικεί σε περιοχές με ετήσια βροχόπτωση 300 χιλιοστών. Και τα δύο υποείδη απαντούν σε υψόμετρο άνω των 2.100 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας.[13]Στην Αιθιοπία, το είδος έχει καταγραφεί σε υψόμετρο τουλάχιστον 2.100 μ., ίσως και έως 3.000 μ.[14]
Η υδρόβια αντιλόπη είναι η μεγαλύτερη από όλες τις αντιλόπες του ίδιου γένους. Υπάρχει φυλετικός διμορφισμός, όχι έντονος όμως, καθώς τα αρσενικά είναι κατά 20-25% μόνο μεγαλύτερα από τα θηλυκά. Η μόνη διαφορά είναι πως τα αρσενικά φέρουν κέρατα. Έχει γκριζοκάστανο ή καστανοκόκκινο τρίχωμα (ανάλογα την ομάδα), το οποίο είναι τραχύ δασύτριχο (έντονα στον λαιμό), καλυμμένο με μια λιπαρή ουσία που τους δίνει μυρωδιά μόσχου. Αυτό κάνει το τρίχωμα αδιάβροχο, και του επιτρέπει να ρυθμίσει τη θερμοκρασία του σώματός τους και να σταματάνε να βαραίνουν, όταν κρύβονται μέσα στο νερό. Επίσης, τους δίνει τη δυνατότητα να βρίσκουν άλλες αντιλόπες από απόσταση έως και 500 μ. Δυστυχώς όμως μπορούν να προσελκύσουν και αρπακτικά, όπως λιοντάρια ή ύαινες, από απόσταση μέχρι 500 μέτρων.
Το κεφάλι τους είναι τριγωνικό («καμπουριάζει» στο ρύγχος) και έχει ποικιλία χρωμάτων προς τα καφέ. Το πάνω μέρος του ρύγχους είναι καστανοκόκκινο, ενώ τα πλάγια είναι πιο ξεθωριασμένα. Η μουσούδα της είναι μαύρη με άσπρο περίγυρο. Άλλα άσπρα σημεία είναι τα «φρύδια» και η βάση του κεφαλιού. Τα αυτιά της είναι μεγάλα και στρογγυλεμένα, ως επί το πλείστον με λευκή απόχρωση και ελάχιστο μαύρο.
Τα πόδια του είναι σχετικά κοντά αλλά δυνατά, έχοντας συνήθως σκούρο καφέ έως μαύρο χρώμα, που καταλήγουν σε ισχυρές οπλές.
Οι υδρόβιες αντιλόπες φέρουνε δύο μαστούς,[15] ενώ δεν διαθέτουν καθόλου αδένες (π.χ. οσμιτικούς αδένες) στο σώμα τους.[16] Η μόνιμη οδοντοφυΐα περιλαμβάνει 32, συνολικά, δόντια με τον εξής οδοντικό τύπο: 0.0.3.3 3.1.3.3 {displaystyle { frac {0.0.3.3}{3.1.3.3}}} .
Τα κέρατα του είδους είναι μακριά, καμπυλωτά και με εξογκωμένους δακτύλιους ως το τέλος του κεράτου, με μια ελαφρά κάμψη προς τα μέσα. Φύονται στην ίδια ευθεία περίπου με το ύψωμα του ρύγχους και λυγίζουν πρώτα προς τα πίσω και μετά προς τα μπροστά. Εμφανίζονται μόνο στα αρσενικά και το μήκος τους εξαρτάται από την ηλικία του ζώου. Επίσης, στα κρανία των θηλυκών μπορεί να εμφανιστεί ένα στοιχειώδες κέρατο με την μορφή ενός κατ'αποκοπή οστού.
Το 70-92% της διατροφής της υδρόβιας αντιλόπης αποτελείται από χορτάρι, ενώ το 2-5% μόνο αποτελείται από πλατύφυλλα, βότανα και πεσμένα φρούτα. Γι' αυτό το λόγο, οι αντιλόπες αυτές θεωρούνται βόσκοντα ζώα (grazers), δηλαδή ζώα που βόσκουν. Ωστόσο, προτιμούν μόνο τα γλυκά είδη χορταριού. Περισσότερη κατανάλωση παρατηρείται κατά τους ξηρούς χειμερινούς μήνες, με αποτέλεσμα την μείωση της κατάστασής τους, ειδικά εάν η πυκνότητα των ζώων είναι υψηλή.
Μπορεί επίσης να προτιμήσουν τα καλάμια και τα βούρλα των γενών Typha και Phragmites. Μια μελέτη διαπίστωσε πως τρία είδη χλόης καταναλώνονται τακτικά όλο το χρόνο: τα Panicum anabaptistum, Echinochloa stagnina και Andropogon gayanus. Τα Hyparrhenia involucrata, Acroceras amplectens και Oryza barthii μαζί με τα ετήσια είδη αποτελούν την η προτιμότερη τροφή στις αρχές της εποχής των βροχών, ενώ τα μακρόβια χόρτα και η "βοσκή" από τα δέντρα αποτελούν τα τρία τέταρτα της διατροφής στην εποχή της ξηρασίας.[19]
Αν και τα Ντεφάσσα βρέθηκαν να έχουν πολύ μεγαλύτερη απαίτηση για πρωτεΐνες από τον Αφρικανικό βούβαλο (Syncerus caffer) και τον Όρυγα της Ανατολικής Αφρικής (Oryx beisa), οι υδρόβιες αντιλόπες βρέθηκαν να περνούν πολύ λιγότερο χρόνο για αναζήτηση τροφής σε δέντρα (browsing) (τρέφονται με φύλλα, μικρούς βλαστούς και φρούτα), σε σύγκριση με τα άλλα βόσκοντα ζώα. Στην εποχή της ξηρασίας περίπου το 32% του 24ώρου της ημέρας ξοδεύτηκε στο browsing, ενώ δεν ξοδεύτηκε καθόλου χρόνος σε αυτό κατά τη διάρκεια της περιόδου των βροχών. Η επιλογή των αγρωστωδών ποικίλει ανάλογα με την τοποθεσία και όχι τη διαθεσιμότητα: για παράδειγμα, στη δυτική Ουγκάντα, το Sporobolus pyramidalis ευνοήθηκε σε ορισμένα μέρη, ενώ το Themeda triandra ήταν η κύρια επιλογή αλλού. Οι κοινές υδρόβιες αντιλόπες και τα ντεφάσσα στην ίδια περιοχή μπορεί να διαφέρουν στις επιλογές τους: έχει παρατηρηθεί ότι ενώ το πρώτο προτιμάνε το είδος Heteropogon contortus και τις αγριάδες (Cynodon dactylon), ενώ το τελευταίο έδειξε λιγότερη προτίμηση για αυτά τα αγρωστώδη.[20]
Επίσης, οι υδρόβιες αντιλόπες πίνουν νερό πολλές φορές τη μέρα,[21] καθώς σε αντίθεση με τα άλλα είδη του γένους κυμαίνεται μακρύτερα μέσα στα δάση, διατηρώντας παράλληλα την εγγύτητά του με το νερό.[22]
Οι διάφορες ομάδες είναι τα κοπάδια μικρών, αγέλες νεαρών αρσενικών (bachelor) και επιδημητικών αρσενικών. Η αγέλη αυξάνεται σε μέγεθος το καλοκαίρι, ενώ οι ομάδες διαλύονται κατά τους χειμερινούς μήνες, πιθανότατα υπό την επήρεια της διαθεσιμότητας τροφίμων.[23] Τα θηλυκά και τα μικρά σχηματίζουν μικρά κοπάδια από 6 έως και 30 ατόμων, τα οποία κινούνται ελεύθερα μέσα στην επικράτεια των αρσενικών. Τα νεαρά αρσενικά μπορεί και αυτά να φτιάχνουν μικρά κοπάδια, ώσπου να τους δοθεί η ευκαιρία να φτιάξουν δικές τους επικράτειες,[24] περίπου στην ηλικία των 6-7 ετών.[25] Όμως χάνουν την επικράτεια τους την ηλικία των 10 ετών.
Τα ενήλικα αρσενικά που έχουν επικράτειες, τις «διαφημίζουν» στεκόμενα περήφανα με το κεφάλι ψηλά και δείχνοντας την άσπρη ζώνη στο λαιμό και το πρόσωπό τους.[26] Οι υδρόβιες αντιλόπες είναι επιδημητικά ζώα. Δεν μεταναστεύουν ή μετακινούνται σε μεγάλες αποστάσεις, έτσι ώστε οι επικράτειες να κρατάνε καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου, αν και μερική μετανάστευση μπορεί να συμβεί με την έναρξη των μουσώνων.. Όπως και κάποιες άλλες αντιλόπες, το αρσενικό δεν οριοθετεί την περιοχή του: η παρουσία του και η μυρωδιά του είναι επαρκή. Όμως μπορεί να επιδείξει την επικράτειά του, αφήνοντας σημάδια από τα κέρατα στα χόρτα και τους θάμνους.
Όταν ένα αρσενικό βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο με άλλο αρσενικό, αναδεικνύει το μέγεθός του και το πάχος του λαιμού του. Το άλλο αρσενικό χαμηλώνει τα κέρατά του και κουνάει το κεφάλι του είναι σημάδι ισχυρότερης απειλής. Σοβαρές μάχες είναι έντονες και οι θάνατοι από τραύματα κεράτων είναι μοιραία μεταξύ αυτών των ζώων. Οι μάχες γίνονται κλειδώνοντας τα κέρατά τους και να προσπαθεί να σπρώξει το ένα αρσενικό το άλλο.
Ένα ανήλικο αρσενικό μπορεί να γίνει ανεκτό καθώς κινείται μέσω της επικράτειας, αν συμπεριφέρεται υποτακτικά κρατώντας το κεφάλι του χαμηλά.
Όσο μεγαλύτερη είναι η ηλικία του ζώου ή η πυκνότητα του πληθυσμού, τόσο μικρότερα είναι τα εδάφη. Στο Εθνικό Πάρκο της Βασίλισσας Ελισάβετ, τα θηλυκά είχαν μια επικράτεια που κυμαινόταν από 21 έως 61 εκτάρια στην περιοχή, ενώ των νεαρών αρσενικών κυμαίνεται από 24 έως 38 εκτάρια. Τα μεγαλύτερα θηλυκά έχουν μικρότερη επικράτεια.
Από τη στιγμή που τα νεαρά αρσενικά αρχίσουν να αναπτύσσουν κέρατα (γύρω στα επτά έως εννέα μηνών), έχουν εκδιωχθεί από την αγέλη ων ενήλικων αρσενικών. Αυτά τα αρσενικά τότε σχηματίζουν κοπάδια και μπορεί να περιφέρονται σε ζωτικούς χώρους των θηλυκών.[27] Τα θηλυκά έχουν ζωτικούς χώρους που εκτείνεται πάνω από 200-600 στρέμματα (0,77 - 2,32 τετραγωνικά μίλια: 490-1,480 στρέμματα). Μερικά θηλυκά μπορούν να σχηματίσουν κοπάδια ανώριμων.[28] Αν και τα θηλυκά είναι σπάνια επιθετικά, δευτερεύουσες εντάσεις μπορεί να προκύψουν σε αγέλες.[29]
Οι υδρόβιες αντιλόπες είναι πιο αργές από ότι άλλες αντιλόπες όσον αφορά το ποσοστό της ωριμότητας.[30] Ενώ τα αρσενικά ωριμάζουν σεξουαλικά σε ηλικία έξι ετών, τα θηλυκά φθάνουν στην ωριμότητα μέσα σε δύο με τρία χρόνια.[31] Τα θηλυκά μπορεί να συλλάβουν από την ηλικία των δύο-και-μισό χρόνων, και παραμένουν αναπαραγωγικά για άλλα δέκα χρόνια.[32]
Στις περιοχές του Ισημερινού, η αναπαραγωγή λαμβάνει χώρα όλο το χρόνο, και οι γεννήσεις είναι στο αποκορύφωμά τους την περίοδο των βροχών. Ωστόσο, η αναπαραγωγή είναι εποχιακή στο Σουδάν (νότια της Σαχάρας), με την εποχή του ζευγαρώματος να διαρκεί τέσσερις μήνες. Η περίοδος εκτείνεται για ακόμα μεγαλύτερες περιόδους σε ορισμένες περιοχές της νότιας Αφρικής. Ο οίστρος διαρκεί για μια ημέρα ή και λιγότερο.[33]
Το ζευγάρωμα αρχίζει αφού ότου το αρσενικό επιβεβαιώσει πως το θηλυκό είναι σε οίστρο, που το καταλαβαίνει μυρίζοντας το αιδοίο και τα ούρα της. Ένα θηλυκό που αντιστέκεται θα προσπαθήσει να δαγκώσει ή ακόμα και να παλέψει με το αρσενικό. Το αρσενικό παρουσιάζει flehmen (επιδεικνύει τα δόντια του), και συχνά γλύφει το λαιμό του θηλυκού και τρίβει το πρόσωπό του και τη βάση των κεράτων του «ενάντια» στην πλάτη της. Υπάρχουν αρκετές προσπάθειες στήριξης του αρσενικού στο θηλυκό πριν από την πραγματική συνουσία. Το θηλυκό μετατοπίζει την ουρά της προς τη μία πλευρά, ενώ το αρσενικό στηρίζεται στις πλευρές της με τα μπροστινά του πόδια και στηρίζεται στην πλάτη της κατά τη διάρκεια της συνουσίας, η οποία μπορεί να επαναληφθεί δέκα φορές.[34][35]
Οι έγκυες γυναίκες απομονώνονται από το κοπάδι σε συστάδες ως περιοχές προσέγγισης του τοκετού. Τα νεογέννητα μοσχάρια μπορούν να σταθούν στα πόδια τους μέσα σε μισή ώρα από τη γέννηση.[36] Η μητέρα τρώει τον πλακούντα. Αυτή επικοινωνεί με το μοσχάρι μέσω βελάσματος ή ρουθουνίσματος.[37] Τα μοσχάρια παραμένουν κρυφά για δύο έως τρεις εβδομάδες ή ακόμα και δύο μήνες. Η μητέρα του το επισκέπτεται σταδιακά για να το θηλάσει, ενώ το ίδιο το μικρό βρίσκει μια άλλη κρυψώνα να κρυφτεί μετά από κάθε επίσκεψη. Σε περίπου τρεις έως τέσσερις εβδομάδες, το μοσχάρι αρχίζει να ακολουθεί τη μητέρα του, που το σηματοδοτεί με το σήκωμα της ουράς της. Αν και είναι στερημένες από κέρατα, οι μητέρες υπερασπίζονται σθεναρά τους απογόνους τους από τα αρπακτικά ζώα. Τα μοσχάρια απογαλακτίζονται σε οκτώ μήνες, και μετά από αυτό συμμετέχουν στις ομάδες των μοσχαριών της ηλικίας τους.[38] Τα νεαρά θηλυκά παραμένουν με τις μητέρες τους σε αγέλες φυτώριο, ή μπορεί επίσης να ενταχθούν σε αγέλες νεαρών αρσενικών.
Οι κυριότεροι θηρευτές της υδρόβιας αντιλόπης είναι τα λιοντάρια (Pantera leo), οι γατόπαρδοι (Acynonyx jubatus), οι λυκάονες (Lyaon pictus) και οι κροκόδειλοι του Νείλου (Crocodylus niloticus), ενώ οι ύαινες (Crocuta crocuta) και οι λεοπαρδάλεις (Panthera pardus) επιτίθενται στα νεαρά άτομα.[39]
Οι υδρόβιες αντιλόπες είναι επιρρεπείς στο έλκος, στη λοίμωξη των Πνευμοσκώληκων, παρασιτικοί νηματώδεις σκώληκες της τάξης Strongylida που μολύνουν τους πνεύμονες των σπονδυλωτών, και οι Πέτρες στα Νεφρά. Άλλες ασθένειες από τις οποίες τα ζώα αυτά υποφέρουν είναι ο αφθώδης πυρετός, ο πυρετός sindbis, ο κίτρινος πυρετός, ο καταρροϊκός πυρετός, η διάρροια των βοοειδών, τη βρουκέλωση και τον άνθρακα.
Οι υδρόβιες αντιλόπες είναι πιο ανθεκτικές στην πανώλη των βοοειδών από ότι είναι άλλες αντιλόπες. Δεν επηρεάζονται από τις μύγες τσε-τσε, αλλά τα τσιμπούρια μπορούν να εισάγουν παρασιτικά πρωτόζωα όπως τα Theileria parva, Anaplasma marginale και Baberia bigemina. 27 είδη τσιμπουριών της οικογένειας Ixodidae έχουν βρεθεί σε υδρόβιες αντιλόπες - ένα υγιές άτομο μπορεί να μεταφέρει συνολικά πάνω από 4.000 τσιμπούρια, ως προνύμφες ή νύμφες, τα πιο κοινά μεταξύ των οποίων είναι Amblyomma cohaerens και Rhipicephalus tricuspis. Εσωτερικά παράσιτα που βρέθηκαν στην υδρόβια αντιλόπη, περιλαμβάνουν την ταινία, τα τρεμάποδα, stomach και διάφορα παρασιτικά σκουλήκια.[40][41]
Στη φύση οι υδρόβιες αντιλόπες μπορούν να ζήσουν έως και 18 χρόνια, ενώ σε αιχμαλωσία, ζουν περισσότερο, έως και 30 χρόνια.[42]
Η υδρόβια αντιλόπη έχει εξαλειφθεί σε μεγάλο βαθμό στην παλαιότερη κατανομή της, κυρίως από το εντατικό κυνήγι, λόγω της καθιστικής φύσης της και της αρέσκειάς της για τις καλλιέργειες. Δεν αποτελεί δημοφιλή πηγή τροφής για θήραμα, αλλά τα αρσενικά αποτελούν στόχο για τρόπαια. Έτσι, ακόμα κι αν εκπροσωπούνται από προστατευόμενες περιοχές, αρκετοί πληθυσμοί έχουν υποστεί ραγδαία πτώση.[43]
Η υδρόβια αντιλόπη είναι αρκετά κοινή εντός της εμβέλειας του στην Υποσαχάρια Αφρική και αρκετά πολυάριθμη σε πολλές προστατευόμενες περιοχές. Περισσότερο από το ήμισυ του πληθυσμού επιβιώνει σε προστατευόμενες περιοχές, με περίπου το 60% των Ντεφάσσα σε προστατευόμενες περιοχές, και με περισσότερο από το ήμισυ των Κοινών σε προστατευόμενες περιοχές (συν 13% σε ιδιωτική γη).[44] Κανένα από τα 13 υποείδη του είδους δεν απειλείται. Λόγω της πολυαριθμίας της, η υδρόβια αντιλόπη κατατάχθηκε στα είδη Ελάχιστης Ανησυχίας στην Κόκκινη Λίστα της IUCN.[45]
Σημαντικοί πληθυσμοί των Κοινών βρίσκονται στην Κένυα, την Τανζανία, την Ζάμπια και την Νότια Αφρική, ενώ σημαντικοί πληθυσμοί των Ντεφάσσα βρίσκονται στην Σενεγάλη, την Ακτή Ελεφαντοστού, την Γκάνα, τη Μπενίν, το Καμερούν, την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, τη Γκαμπόν, τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, την Ουγκάντα, την Τανζανία και την Ζάμπια.[46]
Επίσης, πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού υπολογίζεται ότι ζουν σε προστατευόμενες περιοχές. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτούς τους τομείς, το παράνομο κυνήγι και η υποβάθμιση των βιότοπων μπορεί να παραμείνει ένα πρόβλημα, και έτσι σε πολλές χώρες, η επιβίωση της υδρόβιας αντιλόπης βασίζεται στη συνέχιση και βελτίωση της αποτελεσματικής προστασίας από αυτά τα πάρκα και τις ρεζέρβες.[47]
Η υδρόβια αντιλόπη είναι φυτοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των Βοοειδών. Το είδος έχει την επιστημονική ονομασία Kobus ellipsiprymnus, απαντά νότια της Σαχάρας, στην κεντρική και ανατολική Αφρική και περιλαμβάνει 13 υποείδη.
Το είδος περιλαμβάνει δύο ομάδες υποειδών: την ομάδα της Κοινής υδρόβιας αντιλόπης και την ομάδα της υδρόβιας αντιλόπης Ντεφάσσα. Η IUCN κατέταξε την πρώτη ομάδα στα είδη Μειωμένου ενδιαφέροντος (LC), ενώ την δεύτερη ομάδα στα Σχεδόν απειλούμενα (NT).Голема мочуришна антилопа („Kobus ellipsiprymnus“) е голема антилопа широко распространета во субсахарска Африка.. Голема мучурушна антилопа е една од најтешките антилопи влакното и е остро, масно и долго, а може да има разни бои, итоа од сива со црвенокафеава, при што со годините потемнува. Има бели ознаки на задникот, грлото и на муцката, како и бели веѓи, прстени околу чапунките, и бел долен дел на телото. Роговите, коишто обично се развиени кај мажјаците, се долги до 1 м. Речиси 90% од нејзината одпаѓа на трева, а остатокот на листови. Кога е во опасност обично бега во вода, каде што брзо плива и се нурнува со целото тело, а од водата и се наѕираат носните отвори. Стадата, обично составени од 2 до 5 млади мажјаци (ретко 50 и повеќе), имаат хиерархија, којшто се заснова врз изгледот, должината на роговите и на честите борби. Постарите расплодени мажјаци (6 до 10 години) заземаат територии.
Голема мочуришна антилопа („Kobus ellipsiprymnus“) е голема антилопа широко распространета во субсахарска Африка.. Голема мучурушна антилопа е една од најтешките антилопи влакното и е остро, масно и долго, а може да има разни бои, итоа од сива со црвенокафеава, при што со годините потемнува. Има бели ознаки на задникот, грлото и на муцката, како и бели веѓи, прстени околу чапунките, и бел долен дел на телото. Роговите, коишто обично се развиени кај мажјаците, се долги до 1 м. Речиси 90% од нејзината одпаѓа на трева, а остатокот на листови. Кога е во опасност обично бега во вода, каде што брзо плива и се нурнува со целото тело, а од водата и се наѕираат носните отвори. Стадата, обично составени од 2 до 5 млади мажјаци (ретко 50 и повеќе), имаат хиерархија, којшто се заснова врз изгледот, должината на роговите и на честите борби. Постарите расплодени мажјаци (6 до 10 години) заземаат територии.