Το Creophilus maxillosus είναι σχετικά μεγάλο κολεόπτερο από την οικογένεια Staphylinidae. Το γένος Creophilus εκπροσωπείται στην Ευρώπη μόνο με το είδος maxillosus[1] Παγκοσμίως αναφέρονται δέκα είδη.[2] Το Creophilus maxillosus αναγνωρίζεται εύκολα και δεν απαντάται μόνο σε σχεδόν όλη την Ευρώπη, αλλά επίσης στην Βόρεια Αφρική, την Βόρεια και Νότια Αμερική και την Ασία.
Το είδος έχει καταγραφεί πια το 1758 υπό το όνομα Staphylinus maxillosus από τον Λινναίο στην περίφημη δέκατη έκδοση σου της Systema naturæ, στην οποία για πρώτη φορά εφαρμόζει με πλήρη συνέπεια την διωνυμική ονοματολογία.[3] Ο Λινναίος ο ίδιος καταγράφει το έντομα πια το 1746 στην Fauna Svecica,[4] αλλά μετά τις κανόνες του ICZN οι περιγραφές πριν από το 1758 δεν αναγνωρίζονται.[5] Η περιγραφή αποτελείται από τα λίγα λόγια Staphyilinus pubescens niger, fasciis cinereis, maxillis longitude capitis (λατινικά, τριχωτός μαύρος Σταφιλίνος, με γκρι ρίγες, και με τις κάτω γνάθους του ίδιου μήκους με το κεφάλι).[6] Αυτό εξηγεί το όνομα maxillosus (με εξαιρετικές κάτω γνάθους) του είδους.[7] Η σημασία του maxillis longitude capitis είναι ασαφής, γιατί οι κάτω γνάθοι (Εικ. 6, κόκκινο) είναι μικρότερες από το κεφάλι. Η περιγραφή στην Fauna Svecica είναι πιο λεπτομερής: os duabus maxillis arcuatis duris acuminatissimus simplicibus capite longioribus. (οι δύο κάτω γνάθοι είναι αρκετά κυρτές με πολύ μυτερή απλή κορυφή, μακρύτερες από το κεφάλι).[4] Αυτή η περιγραφή επιτρέπει την υπόθεση, πως ο Λινναίος δεν μιλάει για τις κάτω γνάθους (maxillae), αλλά για τις επιβλητικές άνω γνάθους (mandibulae).
Το όνομα Creōphilus (από κρέας και φίλος) υποδεικνύει, πως συναντούμε το έντομο κατά κανόνα σε ψοφίμια.[8] Το γένος Creophilus καθορίστηκε το 1829 από τον Leach.[1]
Ανήκοντας στην οικογένεια Staphylinidae, το έντομο δεν αντιστοιχεί στις γενικές ιδέες για την μορφή κολεοπτέρου. Μοιάζει μάλλον με είδος προνύμφης, γιατί τα έλυτρα είναι αρκετά κοντά και αφήνουν ακάλυπτα το μεγάλο μέρος της μακριάς κοιλίας. Παραπάνω τα έλυτρα καμουφλάρονται, γιατί έχουν τα ίδια χρωματισμένα πυκνά μαλλιά όπως η κοιλία, ενώ το κεφάλι και το πρόνωτο είναι σχεδόν ολόκληρα φαλακρά και γυαλίζουν μαύρα (Εικ.1). Το Creophilus maxillosus αποκτά μήκος δεκαπέντε μέχρι εικοσιπέντε χιλιοστόμετρων.
Το κεφάλι είναι πλατύ και στρογγυλό μέχρι εξαγωνικό. Στο αρσενικό είναι πιο μεγάλο από το πρόνωτο, στο θηλυκό είναι μικρότερο από αυτό. Η στιγμάτωση είναι πολύ λεπτή με μερικές εξαιρέσεις στις άκρες (Εικ.5). Τα μαύρα μαλλιά περιορίζονται στις οπίσθιες έξω άκρες του κεφαλιού (Εικ.5). Οι μαύρες κεραίες φύονται η μία μακριά από την άλλη πάνω από την ρίζα των άνω γνάθων. Συνίστανται από ένδεκα μέρη. Είναι κομπολογιειδείς και προς τα έξω γίνονται πιο παχιές, τα τελευταία πέντε μέρη είναι πιο φαρδιά παρά μακριά, σχηματίζοντας ένα είδος ροπάλου. Τα στοματικά εξαρτήματα παριστάνουν δυο χαρακτηριστικά. Η άκρη του χείλους είναι σχισμένο (Εικ.6, άσπρο βέλος), και το τελευταίο μέρος των γναθικών προσακτρίδων (Εικ.6, πράσινο) είναι πιο κοντό από το προτελευταίο.
Το πρόνωτο είναι λίγο πιο στενό παρά τα έλυτρα μαζί. Το φάρδος του είναι περίπου μιάμιση φορές το μήκος του. Η βάση και οι πλευρές είναι κυρτές προς τα έξω. Είναι μόνο λίγο κυρτό προς τα πάνω. Στο εμπρόσθιο άκρο υπάρχουν επίσης μαύρα μαλλιά (Εικ.5).
Τα έλυτρα δείχνουν μια φαρδύ αλλά ασαφή εγκάρσια λωρίδα άσπρων τριχών με μερικά μαύρα σημεία. Τα υπόλοιπα των ελύτρων είναι μαύρα ή γκρι τριχωτά. Και η άνω πλευρά της κοιλίας είναι πυκνά τριχωτά με μαύρες, γκρι και άσπρες περιοχές. Στην κάτω πλευρά ο πρώτος μέχρι τέταρτος δακτύλιος της κοιλίας είναι πυκνά άσπρα μαλλωτός, οι άλλοι δακτύλιοι και ο θώρακας έχουν μαύρα μαλλιά (Εικ. 2).
Τα πόδια είναι κοντά. Στα μπροστινά πόδια η κνήμη και τα πρώτα μέρη των ταρσών είναι εξαιρετικά ευρέα (Εικ. 3). Οι κνήμες των υπόλοιπων ποδιών είναι οχυρωμένα με αγκάθια (Εικ. 4).[9]
Εικ.1 από πάνω Εικ.2 από κάτω Εικ.3 ευρύ κνήμη και ταρσόςΑκμαία και προνύμφες είναι αρπακτικά. Τα ακμαία τρέφονται κυρίως από προνύμφες μυγών. Γι'αυτό το λόγο συναντούμε το έντομο κυρίως σε χαλασμένο κρέας και ψοφίμια, αλλά επίσης σε κοπριές, ιδιαίτερα των βοοειδών. Παραδείγματα έδειξαν, πως η τέχνη να πλησιάζουν και να τρώνε την λεία δεν είναι η ίδια σε κάθε είδος μυγών.[10]
Και οι προνύμφες τρέφονται κυρίως από προνύμφες μυγών. Αλλά παρατηρούνται περιπτώσεις, όπου η μια προνύμφη επιθέτει και τρώει άλλη προνύμφη.[11]
Όταν ενοχλείται, το Creophilus maxillosus σηκώνει την κοιλία προς τα πάνω. Έτσι εκθέτει και αναγυρίζει τις κοιλιακές αδένες όπου παράγει ένα μείγμα από isoamyl alcohol, isoamyl acetate, iridodial, actinidine, dihydronepetalactone και (E)-8-oxocitronellyl acetate. Αποδέχτηκε η αποτροπή μυρμηγκιών με αυτό το τρόπο.[12]
Τα έντομα εμφανίζουν στο σφάγιο ή σε πτώματα μερικές ώρες μετά το θάνατο. Τα θηλυκά δια μερικές μέρες αποθέτουν μερικά αυγά. Ο αριθμός αυγών εξαρτάται από την θρέψη και από την υγρασία. Παρατηρούνται τρία προνυμφικά στάδια. Στο τρίτο στάδιο αρχικά οι προνύμφες τρέφονται όπως στα προηγούμενα στάδια με προνύμφες μυγών. Εξακολουθεί ένα διάστημα, όπου η προνύμφη παραμένει ακίνητα. Μετά γίνεται ή έκδυση σε πλαγγόνα. Στο εργαστήριο με θερμοκρασία 24 βαθμών Κελσίου οι προνύμφες εκκολάπτονται δυο μέχρι τέσσερις μέρες μετά την ωοτοκία. Το πρώτο προνυμφικό στάδιο διαρκεί περίπου τρεις μέρες, το δεύτερο στάδιο μόνο λίγο περισσότερο, το τρίτο περίπου 19 μέρες. Η όλη ανάπτυξη μέχρι το ακμαίο θέλει περίπου 37 μέρες. Η διακύμανση είναι μεγάλη (28 μέχρι 47 μέρες). Με 16 °C η ανάπτυξη είναι πολύ βραδύτερη, με 32 °C λίγο πιο γρήγορη, αλλά στις δυο περιπτώσεις ο βαθμός μιας επιτυχής ανάπτυξης είναι πολύ μικρότερο (1,2% με 16 °C και 0,8% με 32 °C εναντίον 47,2% με 24 °C). [11][13]
Το έντομο είναι παλαιρακτικό είδος, αλλά κατά το 1620 παρατηρήθηκε για πρώτη φορά στην Βόρεια Αμερική[14] Σήμερα είναι κοινό στην Ευρώπη, Ασία, Βόρεια Αφρική, την Βόρεια και Κεντρική Αμερική και την Ασία. Η περιοχή αναμονής επεκτείνεται στην Νότια Αμερική.[15]
Το Creophilus maxillosus είναι σχετικά μεγάλο κολεόπτερο από την οικογένεια Staphylinidae. Το γένος Creophilus εκπροσωπείται στην Ευρώπη μόνο με το είδος maxillosus Παγκοσμίως αναφέρονται δέκα είδη. Το Creophilus maxillosus αναγνωρίζεται εύκολα και δεν απαντάται μόνο σε σχεδόν όλη την Ευρώπη, αλλά επίσης στην Βόρεια Αφρική, την Βόρεια και Νότια Αμερική και την Ασία.