Chrysophyceae es un classe de Stramenopiles.
Chrysophyta je termin koji se odnosi na određene predstavnike grupe heterokonta.
Može se odnositi na:
Chrysophyta es un phylo de Stramenopiles.
Chrysophyta je termin koji se odnosi na određene predstavnike grupe heterokonta.
Može se odnositi na:
Skupinu Chrysophyceae , Bacillariophyceae (diatomeje) i Xanthophyceae (žutozelene alge). E.g., Pascher (1914). Chrysophyceae (zlatne alge) E.g., Margulis et al. (1990).Ganggang utawa ganggeng tegesé kabèh vegetasi kang tuwuh ing banyu (banyu tawa utawa banyu segara), mligi kang ukurané cukup gedhé (bisa dineleng mata), kerep mbentuk massa kang gedhé awangun berkas. Istilah ganggang iki ora duwé makna biologi nanging biyasa dipigunakaké ing babagan transportasi banyu kanggo ngendhani tlatah banyu kang angèl dilayari.
Istilah ganggang sajeroning biologi naté dianggo nyebut golongan organisme alga, nanging olèh tentangan amarga sawatara anggota tetuwuhan ngembang kang tuwuh ing banyu uga sinebut ganggang (kaya ta Hydrilla, Ceratophyllum, lan Cabomba). Kanggo nyegah kasalahpahaman, istilah "ganggang" disélaki sajeroning babagan botani.
Gul-brün algen (Chrysophyceae) san en klas faan algen an hiar tu di stam faan a Ochrophyta. Jo wurd uk wel gulalgen näämd.
Chloramoebales – Chromulinales – Chrysosphaerales – Heterogloeales – Hibberdiales – Hydrurales – Ochromonadales – Parmales – Synurales – Thallochrysidales
Gul-brün algen (Chrysophyceae) san en klas faan algen an hiar tu di stam faan a Ochrophyta. Jo wurd uk wel gulalgen näämd.
Chrysophyceae – obično zvane hrizofite, hrizomonade, zlatnosmeđe alge ili kratko zlatne alge – su velika grupa, pretežno slatkovodnih algi.[1] Naziv zlatne alge se takođe često koristi za označavanje jedne vrste, Prymnesium parvum, koja uzrokuje ubijanje riba.[2]
Naziv Chrysophyceae ne treba miješati sa Chrysophyta, što je dvosmisleni takson. Iako "chrysophyte" janglikacija termina „Chrysophyta“, ona se uglavnom odnosi na Chrysophyceae.
U početku su u ovu grupu su također uključivani svi oblici diatomeja i višećelijskih smeđih algi, ali od tada su podijeljene u nekoliko različitih skupina (npr., Haptophyceae,[3] Synurophyceae), na osnovu pigmentacije i ćelijske strukture. Neki heterotrofni flagelati kao Bicosoecida i Choanoflagellata ponekad su također shvaćeni kao povezani sa zlatnim algama.
Oni su obično ograničeni na jezgrenu grupu usko povezanih oblika, prvenstveno obilježenih strukturom bičevima u pokretnim ćelijama, koje se takođe tretiraju kao pripadnici reda Chromulinales. Moguće je da će se ova grupa dalje revidirati, kako se više vrsta bude detaljno proučavalo.
„Primarna" ćelija hrizofita sadrži dve specijalizirane bičeve. Aktivni, "pernati" (s mastigonemama) bič orijentiran je prema smjeru kretanja. Glatki pasivni, orijentiran u suprotnom smjeru, kod nekih vrsta može biti prisutan samo u rudimentnom obliku. Važna karakteristika koja se koristi za identifikaciju članova klase Chrysophyceae je prisustvo silikozne ciste koja se formira endogeno. Zvane statospore, stomatociste ili statociste, obično su okruglaste strukture i sadrže jednostavnu poru. Površina zrelih cista može biti ukrašena različitim strukturnim elementima i korisno je razlikovanje vrsta.[4]
Klasifikacija razreda Chrysophyceae prema Pascheru (1914):[5][6][7]
Prema Smithu (1938):
Prema Bourrelyju (1957):[8]
Prema Starmachu (1985):[9]
Klasifikacija razreda Chrysophyceae i njegovih subjedinica, prema Kristiansenu (1986):[9]
Prema Margulis et al. (1990):[10]
van den Hoek, Mann & Jahns (1995)]]:
Klasifikacija prema Preisigu (1995) je:[9]
Prema Guiry & Guiry (2019):[11]
]Chrysophytes žive uglavnom u slatkim vodama, a važni su za studije prehrambenih mreža u dinamici oligotrofnih slatkovodnih ekosistema, i za procjene degradacije okoliša koja je rezultat eutrofikacije i kiselih kiša.[14]
Chrysophytes sadrže pigment fukoksantin.[15] Zbog ovoga su ih nekada smatrali specijaliziranim oblikom cijanobakterija. Budući da su mnogi od ovih organizama imali kapsulu sa silicijem, imaju relativno potpune fosilne tragove, što je omogućilo modernim biolozima da utvrde da oni, zapravo, nisu izvedeni iz cijanobakterija, već više od predaka koji nisu imali sposobnost fotosinteze. Mnogim fosilima, prekursora Chrysophyta u potpunosti nedostaje bilo koji pigment koji je sposoban za fotosintezu. Većina biologa vjeruje da su hrizofiti stekli sposobnost fotosinteze iz endosimbiotskoj vezi s cijanobakterijama koje sadrže fukoksantin.
Chrysophyceae – obično zvane hrizofite, hrizomonade, zlatnosmeđe alge ili kratko zlatne alge – su velika grupa, pretežno slatkovodnih algi. Naziv zlatne alge se takođe često koristi za označavanje jedne vrste, Prymnesium parvum, koja uzrokuje ubijanje riba.
Naziv Chrysophyceae ne treba miješati sa Chrysophyta, što je dvosmisleni takson. Iako "chrysophyte" janglikacija termina „Chrysophyta“, ona se uglavnom odnosi na Chrysophyceae.
Τα Χρυσοφύκη (Chrysophyceae) ή αλλιώς χρυσόφυτα (Chrysophytes) είναι μεγάλη ομάδα (κλάση) φυκιών, τα οποία απαντούν κυρίως σε γλυκά νερά. Η κλάση μπορεί να χωριστεί σε δύο μονοφυλετικούς κλάδους τα Chromulinales και τα Ochromonadales. Αυτός ο διαχωρισμός για να είναι όσο το δυνατόν πιο ορθός γίνεται με βάση συνδυασμό μορφολογικών (ένα μαστίγιο ή δύο μαστίγια) και μοριακών κριτηρίων.[4]
Τα χρυσοφύκη πήραν το όνομά τους από το κύριο φωτοσυνθετικό καροτενοειδές τους, τη φυκοξανθίνη (fucoxanthin) η οποία βρίσκεται συσσωρευμένη στους χλωροπλάστες δίνοντας έτσι το χαρακτηριστικό καστανο-κίτρινο χρώμα στα κύτταρα του οργανισμού. Επίσης υπάρχει και μία ακόμα ουσία, η χρυσολαμιναρίνη (chrysolaminarin) η οποία αποθηκεύεται στα χυμοτόπια.[5]
Είναι κυρίως αυτότροφοι-φωτοσυνθετικοί οργανισμοί αλλά ανάλογα με τις συνθήκες του περιβάλλοντος και τις πιέσεις που δέχονται μπορεί να μετατραπούν σε άχρωμους ετερότροφους ή και σε μικτότροφους οργανισμούς. Είναι κυρίως μονοκύτταροι οργανισμοί αλλά έχουν απομονωθεί και παρατηρηθεί και αποικιακές μορφές. Όπως και τα διάτομα έτσι και τα χρυσοφύκη παράγουν πυρίτιο το οποίο συσσωρεύεται σε ειδικά κυτταρικά κυστίδια και όχι στο κυτταρικό τους τοίχωμα.
Τα κύτταρα των χρυσοφυκών ενδέχεται να είναι γυμνά, περικυκλωμένα εντός κυτταρικών τοιχωμάτων ή να καλύπτονται με βλέννη ή ένα οργανικό περίβλημα ή πυριτικές φολίδες[5]. Είναι μαστιγοφόροι οργανισμοί οι οποίοι συνήθως φέρουν δύο άνισα μαστίγια. Το μεγαλύτερο μαστίγιο αποτελείται από δύο δύσκαμπτα κυλινδρικά μαστιγονημάτια ενώ το μικρότερο φέρει μερικές τριχοειδείς διακλαδώσεις.
Τα χρυσοφύκη αναπαράγονται κύριως με αγενή τρόπο δηλαδή με απλή διχοτόμηση ενώ σε μερικά είδη έχει παρατηρηθεί και εγγενής αναπαραγωγή μέσω ζυγωτικής μείωσης. Πιο συγκεκριμένα η εγγενής αναπαραγωγή περιλαμβάνει συγχώνευση των ισογαμετών οι οποίοι είναι δομικώς παρόμοιοι με τα βλαστητικά κύτταρα. Ο προκύπτων ζυγώτης ως αποτέλεσμα της συγγαμίας χάνει τα μαστίγια του[5]. Ανεξάρτητα από τον τρόπο αναπαραγωγής, τα νεαρά κύτταρα που προκύπτουν περιβάλλονται από ένα τοίχωμα πυριτίου και ονομάζονται στοματοκύστεις ή στατοσπόρια.
Τα τοιχώματα των στοματοκύστεων είναι τόσο έντονα πυριτωμένα ώστε αντιστέκονται στις διεργασίες διάλυσης του πυριτίου και συνεπώς συσσωρεύονται στα ιζήματα των λιμνών. Έχουν σχήμα σφαιρικό με διάμετρο 2-30 μm περίπου και έναν μοναδικό πόρο του οποίου το περιθώριο συχνά είναι υπερυψωμένο σαν περιλαίμιο. Το τοίχωμα των στοματοκύστεων σχηματίζεται στο εσωτερικό της κυτταρικής μεμβράνης, εντός ενός διευρυμένου περιφεριακού κυστιδίου το οποίο σχηματίζεται από τη συγχώνευση των κυστιδίων Γκόλτζι. Μια περιοχή στην κορυφή παραμένει μη πυριτωμένη σχηματίζοντας τον πόρο ο οποίος φράσσεται με πολυσακχαρίτη όταν ολοκληρώνεται η ωρίμανση των στοματοκύστεων. Η βλάστηση της στοματοκύστης περιλαμβάνει διάλυση του πώματος του πόρου και μιτωτική διαίρεση του κυτοπλασματικού περιεχομένου προς σχηματισμό δύο ή τεσσάρων κυττάρων που αναπτύσσουν μαστίγια.[5]
Τα χρυσοφύκη αναπτύσσονται κυρίως στο γλυκό νερό με ιδιαίτερη προτίμηση στο ελαφρώς όξινο pH. Αυτό σχετίζεται με την εκ μέρους τους παραγωγή όξινων αλλά όχι αλκαλικών φωσφατασών οι οποίες εκλύονται στο νερό και απελευθερώνουν φωσφορικά από οργανικές ενώσεις[5]. Συναντώνται συνήθως στα κρύα νερά χωρίς αυτό να σημαίνει οτί δεν αναπτύσσονται και σε μεγαλύτερες θερμοκρασίες. Εντοπίζονται ακόμα και στο θαλασσινό νερό αποτελώντας μέρος του θαλάσσιου φυτοπλαγκτού.
Τα Χρυσοφύκη (Chrysophyceae) ή αλλιώς χρυσόφυτα (Chrysophytes) είναι μεγάλη ομάδα (κλάση) φυκιών, τα οποία απαντούν κυρίως σε γλυκά νερά. Η κλάση μπορεί να χωριστεί σε δύο μονοφυλετικούς κλάδους τα Chromulinales και τα Ochromonadales. Αυτός ο διαχωρισμός για να είναι όσο το δυνατόν πιο ορθός γίνεται με βάση συνδυασμό μορφολογικών (ένα μαστίγιο ή δύο μαστίγια) και μοριακών κριτηρίων.
Τα χρυσοφύκη πήραν το όνομά τους από το κύριο φωτοσυνθετικό καροτενοειδές τους, τη φυκοξανθίνη (fucoxanthin) η οποία βρίσκεται συσσωρευμένη στους χλωροπλάστες δίνοντας έτσι το χαρακτηριστικό καστανο-κίτρινο χρώμα στα κύτταρα του οργανισμού. Επίσης υπάρχει και μία ακόμα ουσία, η χρυσολαμιναρίνη (chrysolaminarin) η οποία αποθηκεύεται στα χυμοτόπια.
Είναι κυρίως αυτότροφοι-φωτοσυνθετικοί οργανισμοί αλλά ανάλογα με τις συνθήκες του περιβάλλοντος και τις πιέσεις που δέχονται μπορεί να μετατραπούν σε άχρωμους ετερότροφους ή και σε μικτότροφους οργανισμούς. Είναι κυρίως μονοκύτταροι οργανισμοί αλλά έχουν απομονωθεί και παρατηρηθεί και αποικιακές μορφές. Όπως και τα διάτομα έτσι και τα χρυσοφύκη παράγουν πυρίτιο το οποίο συσσωρεύεται σε ειδικά κυτταρικά κυστίδια και όχι στο κυτταρικό τους τοίχωμα.