Η Αβοκέτα των Άνδεων είναι παρυδάτιο καλοβατικό πτηνό της οικογενείας των Ανωραμφιδών. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Recurvirostra andina και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό). [1]
Ο λατινικός όρος Recurvirostra για το γένος, προέρχεται από τα συνθετικά recurvare «λυγίζω, κάμπτω» + rostrum «ράμφος» και παραπέμπει στο χαρακτηριστικό κυρτωμένο ράμφος του πτηνού. [3]
Ο νεολατινικός όρος andina στην επιστημονική ονομασία του είδους σημαίνει «αυτός που ανήκει/κατοικεί στις Άνδεις, Ανδικός», με σαφή αναφορά στην γεωγραφική επικράτεια του πτηνού. [4]
Η επιστημονική ονομασία αβοκέτα, έχει βενετσιάνικη ρίζα και, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο έργο του Αλντροβάντι Ορνιθολογία (1603). [5] Πιθανολογείται ότι η ονομασία σχετίζεται με την ιταλική λέξη avvocato (=δικηγόρος), για να υπενθυμίζει τη μαυρόασπρη «στολή» του πτηνού, όπως ήσαν ντυμένοι οι δικηγόροι της εποχής, αυτό όμως δεν έχει τεκμηριωθεί ικανοποιητικά. [6]
Η αγγλική ονομασία του πτηνού είναι, επίσης, Andean Avocet «Ανδική Αβοκέτα».
Το είδος περιγράφηκε από τον Γερμανο-Χιλιανό παλαιοντολόγο και ζωολόγο Ρ. Φιλίπι (Rodolfo Amando ή Rudolph Amandus Philippi, 1808 – 1904) και τον Γερμανό ορνιθολόγο Κ. Λάντμπεκ (Christian Ludwig (Luis) Landbeck, 1807 – 1890) (Louis Jean Pierre Vieillot, 1748 – 1831), υπό την σημερινή του ονομασία (Laguna Parinacocha, Ayacucho, Περού, 1861). [7]
Το είδος απαντά αποκλειστικά στην Νότια Αμερική (Νεοτροπική οικοζώνη) στο, σχετικά μικρό, τμήμα των Άνδεων που περιλαμβάνεται από το Κ. Περού (Junín), νοτιότερα προς ΝΔ. Βολιβία, Β. Χιλή (Ατακάμα) και ΒΔ. Αργεντινή (Catamarca), ως ενδημικό πτηνό της ευρύτερης περιοχής. [8]
Η αβοκέτα των Άνδεων αναπαράγεται στις περίφημες χορτολιβαδικές εκτάσεις της puna, που εκτείνονται στα οροπέδια μεγάλου υψομέτρου των Άνδεων, συνήθως πάνω από τα 3.100 μ. (ωστόσο, μέχρι τα 2.500, στην Χιλή), [9] πιθανόν στις αλκαλικές λίμνες της περιοχής. Πιθανές είναι, υψομετρικές μεταναστεύσεις σε όλο το φάσμα κατανιμής.
΄Οπως όλες οι αβοκέτες, η αβοκέτα των Άνδεων είναι ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα παρυδάτια πτηνά και, με το χαρακτηριστικό «ασπρόμαυρο» πτέρωμα και το ράμφος της, δύσκολα συγχέεται με άλλο είδος (indistinguishable).
Μοιάζει πολύ με την αβοκέτα της Ευρώπης, αλλά όλο το πτέρωμα, πλην της περιοχής των πτερύγων είναι χιονόλευκο, χωρίς μελανές περιοχές. Οι πτέρυγες είναι καστανόμαυρες, το ράμφος της είναι ακόμη πιο ανεστραμμένο, ενώ η ίριδα είναι αιματοκόκκινη. Οι γκριζωποί ταρσοί είναι πολύ λεπτοί και λίγο κοντύτεροι από εκείνους των άλλων ειδών αβοκέτας. Γενικά, το παρουσιαστικό της θυμίζει αρκετά εκείνο του καλαμοκανά.
Τα φύλα είναι παρόμοια σε χρώματα και μέγεθος, ενώ δεν παρατηρείται κάποια εποχική διαφοροποίηση. Τα νεαρά άτομα είναι παρόμοια σε εμφάνιση και είναι δύσκολο να αναγνωριστούν μετά την αρχή της περιόδου έκδυσης.
Παρόλο που, οι διατροφικές της συνήθειες δεν έχουν μελετηθεί λεπτομερώς, [12] η αβοκέτα των Άνδεων τρέφεται με ποικιλία από υδρόβια ασπόνδυλα, όπως όλες οι αβοκέτες, συμπεριλαμβανομένων δακτυλιοσκωλήκων, μαλακίων, καρκινοειδών και διαφόρων εντόμων. Επίσης, αναζητά και φυτικό υλικό όπως σπέρματα και βλαστούς υδροβίων φυτών. Όπως όλες οι αβοκέτες, ο τρόπος που αναζητά την τροφή της είναι πολύ ιδιαίτερος: ανιχνεύει και σκαλίζει τον ιζηματώδη βυθό με χαρακτηριστική κίνηση του κυρτού ράμφους δεξιά-αριστερά, επίσης και με μικρές καταδύσεις ενόσω κολυμπάει. [13]
Ελάχιστα μελετημένη, πιθανότατα πραγματοποιείται στην περίοδο του καλοκαιριού του Νοτίου Ημισφαιρίου, (έχουν καταγραφεί φωλιές με αβγά τον Σεπτέμβριο), αλλά η περίοδος φωλιάσματος, είναι μεταβλητή, ανάλογα με τις βροχοπτώσεις και τη διαθεσιμότητα του νερού.
Γενικά, η αβοκέτα των Άνδεων δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο και η IUCN την κατατάσσει στα είδη Ελαχίστης Ανησυχίας (LC). [14]
Η Αβοκέτα των Άνδεων είναι παρυδάτιο καλοβατικό πτηνό της οικογενείας των Ανωραμφιδών. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Recurvirostra andina και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό).