Η πετροπέρδικα είναι ένα είδος πέρδικας του γένους Alectoris, που απαντάται και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Alectoris graeca και περιλαμβάνει 3 υποείδη.[1]
Στην Ελλάδα απαντάται το υποείδος Alectoris graeca graeca, το οποίο είναι ενδημικό των Βαλκανίων.[1]
Το όνομα του γένους προέρχεται από την Αρχαία Ελληνική alektoris που αναφερόταν σε οικόσιτα κοτόπουλα,[3] ενώ η ειδική ονομασία του είδους graeca οφείλεται στον τόπο όπου περιγράφηκε.
Η ελληνική ονομασία οφείλεται στο γεγονός ότι ζει σε βραχώδεις περιοχές.
Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Μεϊσνέρ (Meisner) ως Perdix graeca (Ελλάδα, 1804).[4]
Το είδος αυτό συνδέεται στενά με την νησιώτική πέρδικα (Alectoris chukar), τη πέρδικα του Πρζεβάλσκι (Alectoris magna), καθώς και με τις πέρδικες του Φίλμπι (Alectoris philbyi), σχηματίζοντας ένα υπερείδος (superspecies).[5] Οι Δυτική Μεσόγειο κόκκινα πόδια και Βαρβαρίας πέρδικες με στίγματα κολάρο στο λαιμό τους είναι ελαφρώς πιο μακρινούς συγγενείς. Παρ 'όλα αυτά, αν και εύρος αυτού του είδους θα δεν συμπίπτουν φυσικά με αυτό των συγγενών του, που συν-συμβαίνουν όταν έχουν εισαχθεί ως θηράματα, για παράδειγμα, στη Βόρεια Αμερική, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Νέα Ζηλανδία, και τη Ρωσία, και στη νοτιοανατολική Γαλλία, όπου έχουν κόκκινα πόδια πέρδικες έχουν κυκλοφορήσει. Σε αυτές τις περιοχές, τα υβρίδια μεταξύ αυτού του είδους, το chukar, και το κόκκινο πέρδικα βρίσκονται συνήθως (McGowan 1994).
Τρία επιζώντα υποείδη συνήθως αναγνωρίζονται (McGowan 1994), τα οποία διαφέρουν οριακά στο χρωματισμό και κάπως περισσότερο, σύμφωνα με μοριακές μελέτες (Randi 2006? δείτε παρακάτω για λεπτομέρειες).
Η πετροπέρδικα είναι ενδημικό επιδημητικό πτηνό της Ευρώπης, όπου εξαπλώνεται μόνο στις Άλπεις, τα Απέννινα, τη Σικελία και τα Βαλκάνια.
Εντός των Βαλκανίων, αναπαράγεται στην Αλβανία, τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, τη Βουλγαρία, την Κροατία, την Ελλάδα, τη Βόρεια Μακεδονία, το Μαυροβούνιο και τη Σερβία.
Άλλες περιοχές εξάπλωσης του είδους αποτελούν την Γαλλία, την Αυστρία, την Ιταλία (Απέννινα, Σικελία) και την Ελβετία. Ένας μικρός πληθυσμός επιζεί στη Σλοβενία, όπου τρέχουσα τάση είναι άγνωστη. Θεωρείται πως έχει εξαφανιστεί από το Λίχτενσταϊν, ενώ έχει εισαχθεί σε Βέλγιο, Λιβάνο και Ισπανία.
Πηγές: [4][7] (σημ1. Επιπλέον, υπήρχε ένα παλαιοϋποείδος (paleosubspecies), το Α. g. martelensis, το οποίο είναι γνωστό μόνο από απολιθώματα)
(σημ 2. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)
Η πετροπέρδικα είναι είδος επιδημητικό σε βραχώδης πλαγιές, κυρίως στα βουνά, συχνά σε γρασίδι, σκόρπιους θάμνους και παραδοσιακές ορεινές καλλιέργειες σιτηρών και αποφεύγει τις βορινές πλαγιές[8]. Όπου, πάντως, δεν υπάρχει κυνηγετική πίεση ή άλλες ενοχλήσεις απαντάται και μέχρι το επίπεδο της θαλάσσης, π.χ. στο Άγιον Όρος.
Η πετροπέρδικα είναι μια τυπική πέρδικα του γένους Αλεκτορίς και δεν διαφέρει πολύ από τις άλλες πέρδικες του ίδιου γένους, ιδίως από τη νησιώτικη πέρδικα (Alectoris chukar). Έχει γκρίζο χρώμα με καστανόγκριζη ράχη, λευκά πλευρά με μαύρες ραβδώσεις κόκκινα πόδια, ράμφος και δαχτυλίδι ματιού και λευκή τραχηλιά με μαύρο περιθώριο.
Η μόνες διαφορές από τη νησιώτικη είναι πως έχει κάτασπρη τραχηλιά, σαφώς καθορισμένο περιθώριο τραχηλίας (ποικίλει σε φάρδος, π.χ. πιο φαρδύ στο υποείδος των Άλπεων, στενό ή και σπασμένο στο υποείδος της Σικελίας), στενό λευκό φρύδι που συχνά διασχίζει και το μέτωπο, λίγο μαύρο δίπλα στη βάση του πάνω ράμφους και σαφώς περισσότερες (σχεδόν οι διπλάσιες) ραβδώσεις στα πλάγια (περίπου 10–12). Τα νεαρά πουλιά έχουν κιτρινοκάστανο χρώμα με καφετί γραμμώσεις για καμουφλάζ.
Οι διαφορά ανάμεσα στα 2 φύλα εντοπίζεται στο μέγεθος (όπου τα αρσενικά είναι μεγαλύτερα από τα θηλυκά) και στον αστράγαλο των ποδιών τους, στο αρσενικό φαίνεται έντονα ο αστράγαλος ενώ στο θηλυκό καθόλου.
Η τροφή της είναι κυρίως φυτική και κατά ένα μικρό μέρος ζωική. Αποτελείται από σπόρους φυτών, γράστεων, χυμώδεις καρπούς, σκουλήκια, έντομα, σαλιγκάρια κλπ. Μαζί με την τροφή καταπίνει και χαλίκια που βοηθούν στο άλεσμα αλλά γίνεται έτσι και πρόσληψη ασβεστίου.
Η πετροπέρδικα πετά σπάνια αλλά γρήγορα και καλύτερα από άλλα Ορνιθόμορφα. Πετάει μόνο σε ανάγκη, χαμηλά με γρήγορα φτεροκοπήματα και αερογλιστρήματα με αλύγιστες φτερούγες.
Το κάλεσμα στην επικράτειά της (πρωί πρωί ή σούρουπο) μια ακανόνιστη σειρά από σύντομες λαρυγγώδεις πολύ σκληρές νότες, που σποραδικά διακόπτονται από γρήγορες πνιχτές σειρές "τσι τσεκ πε–τι–τσεκ τσι–τσεκ τσικ τσι–τσεκ τσι–τσεαϊ–τσεαϊ, πε–τε–τι–τιτσεκ τσι τε..." κλπ.συχνά χωρίς το επαναλαμβανόμενο μοτίβο των συγγενών της.[9]
Η πετροπέρδικα είναι επιδημητικό είδος, είναι κοινωνικό και ζει κατά οικογενειακές ομάδες 10-15 ατόμων ενώ κατά τη διάρκεια του χειμώνα μπορούν να συνενωθούν δύο οι περισσότερες τέτοιες ομάδες και να φτάσουν τα 40 άτομα. Η μονογαμία το διακατέχει και τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο οι ομάδες διαλύονται και σχηματίζονται τα ζευγάρια. Συνήθως τα κοπάδια αποτελούνται από τα ζευγάρια και τα μικρά τους καθώς και από ζευγάρια που δεν είχαν επιτυχημένη αναπαραγωγή. Η κοινωνική τους οργάνωση με τη μορφή του κοπαδιού αυξάνει τις πιθανότητες να επιβιώσουν τα άτομα που το απαρτίζουν, διότι επιτυγχάνεται αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των αρπακτικών.
Χαρακτηριστικό στοιχείο της συμπεριφοράς του είδους είναι το κελάηδημα νωρίς το πρωί και αργά το απόγευμα. Πέρα από τη λήψη της τροφής ασχολούνται και αρκετή ώρα με τη περιποίηση του φτερώματος τους και με τα αμμόλουτρα. Κατά τη διάρκεια της νύχτας κουρνιάζουν σε ανοιχτά σημεία του εδάφους.
Το χειμώνα, οι πετροπέρδικες υποφέρουν από την έλλειψη τροφής και, αν είναι βαρύς, πολλές πεθαίνουν από την πείνα. Αγαπούν πολύ τον ήλιο. Στη διάρκεια της ημέρας κινούνται ελάχιστα σε μια ορισμένη περιοχή ή κάθονται στο χώμα και απολαμβάνουν τον ήλιο.[11]
Οι πέρδικες είναι μονογαμικά πουλιά. Την άνοιξη, γεννά 10–15 αυγά, σπάνια 20, σε μια φωλιά η οποία είναι χτισμένη στο έδαφος. Στις Άλπεις καταγράφηκε να γεννάνε από μέσα Μαΐου μέχρι τον Ιούνιο, ενώ στην Ελλάδα από τέλη Απριλίου μέχρι τον Ιούνιο (νωρίτερα στα Νότια απ' ότι στα Βόρεια).[4] Τα αυγά έχουν σχήμα απιδοειδές, σκληρό και λείο κέλυφος, με πολλούς πόρους και χρώμα ωχρό κιτρινοκόκκινο με ή χωρίς κηλίδες. Το θηλυκό τα επωάζει επί τρεις εβδομάδες. Οι νεοσσοί είναι ευθείς βαδιστικοί. Ακολουθούν αμέσως τη μητέρα τους, η οποία τα φροντίζει και τα υπεραγαπά. Τα προφυλάσσει από κάθε κίνδυνο και όταν δεν βρίσκονται κοντά της τα ειδοποιεί με μια χαρακτηριστική φωνή κι εκείνα κρύβονται μέσα στα χόρτα.[11]
Κυριότεροι εχθροί της πετροπέρδικας αποτελούν οι αλεπούδες (Vulpes vulpes), οι λύγκες (Lynx lynx), τα αρπακτικά πουλιά και κυρίως τα γεράκια. Εχθρός της είναι και ο άνθρωπος που την κυνηγά για το νόστιμο κρέας της.[11]
Μελέτες σε διάφορα μέρη του φάσματος του είδους (συνοψίζονται στον Griffin 2011) δείχνουν ότι επηρεάζεται από μια ευρεία ποικιλία απειλών, συμπεριλαμβανομένου της απώλειας και υποβάθμισης των ενδιαιτημάτων (Bernard-Laurent και de Franceschi 1994), την εγκατάλειψη των παραδοσιακών δραστηριοτήτων γεωργίας (Budinski et al. 2010, Rippa et al. 2011), τη μειωμένη συνδεσιμότητα μεταξύ των μεταπληθυσμών (Cattadori et al. 2003), τη διαταραχή, τη λαθροθηρία, το μη βιώσιμο κυνήγι, τα ακραία καιρικά φαινόμενα (Bernard-Laurent και Leonard 2000), τον υβριδισμό με την εισαγωγή αιχμάλωτων νησιώτικων περδικών και κοκκινοπερδικών (Barilani et al. 2007, Randi 2008), και τη μεταφορά των παθογόνων και παρασίτων από αυτά τα είδη (Manios et al. 2002, Rosà et al. 2011). Πρόσθετες απειλές περιλαμβάνουν την αύξηση του τουρισμού στις ορεινές περιοχές, κυρίως στις γαλλικές και τις αυστριακές Άλπεις (Α Bernard-Laurent στο βιβλ. 2012).[2]
Τοπικά στην Ελλάδα, εκτός από την έντονη θήρευση, πιθανόν επίσης να απειλείται και από υβριδισμό με νησιωτικές πέρδικες, που απελευθερώνονται ανεξέλεγκτα κατά χιλιάδες για κυνηγετική κάρπωση, όπως στα Κύθηρα, όπου όλος ο πληθυσμός χαρακτηρίζεται πλέον ως υβριδικός.[12]
Είναι ύποπτο να μειώνεται μετρίως γρήγορα, ιδιαίτερα στα Βαλκάνια που κατέχουν ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού και του εύρους του είδους, βασιζόμενο σε μια ισορροπημένη αξιολόγηση των διαθέσιμων στοιχείων (e.g. Griffin 2011, Α Bernard-Laurent στο βιβλ. 2012).
Στη χώρα μας έχει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση. Απαντάται στην Πελοπόννησο και σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα, ανατολικά μέχρι την Ξάνθη, καθώς και σε ορισμένα Ιόνια Νησιά (Κεφαλλονιά, Ιθάκη, Λευκάδα και Παξοί).[13][14] Υπήρχε επίσης στη Ζάκυνθο και στην Κέρκυρα, νησιά από τα οποία εξοντώθηκε ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα, ενώ ο πληθυσμός των Κυθήρων έχει πρόσφατα υποστεί υβριδισμό.[12] Ο πληθυσμός της δείχνει σαφή και συνεχή μείωση, το είδος δε είναι εξαιρετικά σπάνιο ή έχει ήδη εξαφανιστεί από αρκετές περιοχές, όπως η Αττική. Πρόσφατα όμως διευκρινίστηκε πως ο ελληνικός πληθυσμός παραμένει σταθερός. Δεν υπάρχουν ακριβή δεδομένα για τον πληθυσμό της και οι κατά καιρούς εκτιμήσεις ποικίλουν, εκτιμάται όμως ότι ανέρχεται σε 7.000-13.000 ζευγάρια (BirdLife International 2004). Όλα αυτά τα στοιχεία κατέταξαν την πετροπέρδικα στην Ελλάδα στα Τρωτά (VU) είδη.
Στον ελλαδικό χώρο, η Πετροπέρδικα απαντά και με τις ονομασίες Βουνίσια πέρδικα, Ορεινή πέρδικα[15] ή απλώς Πέρδικα. Συνηθίζεται επίσης να ονομάζεται το αρσενικό Κώτσος από την ιδιομορφία του (κότσι).[10]
Σύμφωνα με την παράδοση της αρχαιότητας, η πέρδικα ήταν μια ψυχρή και αναίσθητη γυναίκα. Μια μέρα, όπως κάθονταν δίπλα σε ένα πουρνάρι, είδε το μυθικό Δαίδαλο την στιγμή που έθαβε τον άμοιρο γιο του, τον Ίκαρο. Αντί να λυπηθεί για το δυστύχημα αυτό, όπως θα έκανε κάθε συμπονετικός άνθρωπος, άρχισε να ειρωνεύεται. Ο Θεός τότε οργίστηκε και την μεταμόρφωσε σε πουλί.
Οι αρχαίοι Έλληνες την είχαν σε ιδιαίτερη εκτίμηση και τη θεωρούσαν ως ένα από τα πιο εκλεπτυσμένα εδέσματα, που, μάλλον, απευθυνόταν στους πλούσιους Αθηναίους. Χαρακτηριστικό είναι το το δίστιχο του «Εμπόρου» του Διφίλου (Κoch II, 550) « Μα τον Δία, για μας δεν είναι δυνατόν να δούμε την πέρδικα και τη τσίχλα ούτε στον αέρα να πετάει» και υπονοεί «πόσο, μάλλον να τη φάμε». Στην αρχαιότητα ήταν αρκετά διαδεδομένα τα περδικοτροφεία με τις οικόσιτες πέρδικες και γινόταν διάκριση από τις λιβαδοπέρδικες (ατταγας). Στους Αχαρνείς, στ. 873, αναφέρεται ότι «Βοιωτός έμπορος φέρνει ατταγάς στην αγορά της Αθήνας από την ορνιθοτρόφο Κωπαΐδα». Αν και στα αρχαία κείμενα υπάρχουν αποσπάσματα που επαινούσαν τους «Αιγύπτιους ατταγάς».
Ο γιατρός Ορειβάσιος προτείνει να μαγειρεύεται μια μέρα μετά τη σφαγή για να είναι πιο μαλακό το κρέας της. Αξιόλογες συνταγές για τη μαγειρική της πέρδικας παρέχει και ο Ρωμαίος Απίκιος (di re coquinaria, VI)
O Αριστοτέλης και ο Θεόφραστος υποστήριζαν ότι η πέρδικα παραλλάζει τη φωνή της. Γενικά, η πέρδικα εθεωρείτο πονηρό και πανούργο πτηνό. Γι αυτό ο Αριστοφάνης αποκαλεί ως «πέρδικα» κάποιον πανούργο και δόλιο έμπορο. Ακόμα και ο σοφιστής Αθήναιος (160 – 230μ.Χ., περ.) συμφωνεί για την πανουργία του πτηνού (Αθην., 388b). Τέλος, ο Αριστοφάνης (στους Όρνιθες) χαρακτηρίζει ως πέρδικες τους δειλους και άτιμους ανθρώπους.Την πονηριά της πέρδικας εξιστορεί και ο Αίσωπος σε ένα μύθο του: « Ένας κυνηγός που του πήγε αργά ένας επισκέπτης του, δεν είχε τι να τον φιλέψει και άρπαξε την ήμερη (τιθασσόν) πέρδικα του για να τη σφάξει. Το πουλί τον κατηγόρησε για αχαριστία, γιατί, ενώ είχε πολλές ωφέλειες απ αυτό, και του πρόδιδε τους ομοφύλους του καλώντας τους, αυτός ήθελε να το σφάξει. Και αυτός του λέει: «Μα γι αυτό θα σε σφάξω, γιατί δε λυπάσαι τους ομοφύλους σου» (Αισώπου Μύθοι, Τ. Βουρνά, εκδ. Τολίδη).[10]
Η πετροπέρδικα είναι ένα είδος πέρδικας του γένους Alectoris, που απαντάται και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Alectoris graeca και περιλαμβάνει 3 υποείδη.
Στην Ελλάδα απαντάται το υποείδος Alectoris graeca graeca, το οποίο είναι ενδημικό των Βαλκανίων.