Η λευκή ιτιά (Salix alba - Ιτέα η λευκή) είναι είδος ιτιάς αυτοφυούς στην Ευρώπη, τη δυτική και κεντρική Ασία.[1][2] Η ονομασία προέρχεται από το λευκό χρωματισμό στην κάτω πλευρά των φύλλων.[3]
Είναι ένα μεσαίου έως μεγάλου μεγέθους φυλλοβόλο δέντρο, που φτάνει σε ύψος τα 10–30 m, με έναν κορμό μέχρι 1 m διάμετρο και ακανόνιστη κορυφή που συχνά γέρνει. Ο φλοιός είναι γκρι-καφέ και βαθιά σχισμένος στα μεγαλύτερα δέντρα. Οι βλαστοί στα τυπικά είδη είναι γκρι-καφέ έως πράσινο-καφέ. Τα φύλλα είναι πιο ανοιχτόχρωμα από τις περισσότερες άλλες ιτιές, λόγω επικάλυψης πολύ λεπτών, μεταξένιων άσπρων τριχών, ιδίως στο κάτω μέρος· έχουν μήκος 5–10 cm και πλάτος 0,5–1,5 cm. Τα άνθη παράγονται σε ίουλους[Σημ. 1] νωρίς την άνοιξη και γονιμοποιούνται από έντομα. Είναι δίοικο, με αρσενικούς και θηλυκούς ίουλους σε ξεχωριστά δένδρα· οι αρσενικοί ίουλοι έχουν μήκος 4–5 cm, οι θηλυκοί ίουλοι μήκους 3–4 cm στην επικονίαση, το οποίο επιμηκύνεται, καθώς ωριμάζει ο καρπός. Όταν ωριμάζει στο κατακαλόκαιρο, οι θηλυκοί ίουλοι αποτελούνται από πολλές μικρές (4 mm) κάψουλες, που το καθένα περιέχει πολλούς μικροσκοπικούς σπόρους ενσωματωμένους σε λευκό πούπουλο, το οποίο βοηθά τη διασπορά με τον άνεμο.[1][2][4]
Οι λευκές ιτιές αναπτύσσονται γρήγορα, αλλά είναι σχετικά βραχύβια, καθώς είναι ευπαθή σε διάφορες ασθένειες, συμπεριλαμβανομένης της «ασθένειας του υδατογραφήματος» που προκαλείται από το βακτήριο Brenneria salicis (που ονομάστηκε έτσι λόγω του χαρακτηριστικού «υδατογραφήματος» στη χρώση του ξύλου· συν. Erwinia salicis) και ανθράκωση ιτιάς (willow anthracnose), που προκαλείται από το μύκητα Marssonina salicicola. Οι ασθένειες αυτές μπορεί να είναι ένα σοβαρό πρόβλημα για τα δέντρα που καλλιεργούνται για ξυλεία ή καλλωπισμό.
Σχηματίζει εύκολα μορφές φυσικών υβριδίων με την ιτιά ρωγμής Salix fragilis, το υβρίδιο που ονομάζεται Salix × rubens Schrank.[1]
Το ξύλο είναι σκληρό, δυνατό και ελαφρύ σε βάρος, αλλά έχει ελάχιστη αντίσταση στη φθορά. Τα στελέχη (λύγινοι) από πρεμνοφυή (coppiced) και κλαδεμένα (pollarded) φυτά, χρησιμοποιούνται για την καλαθοποιΐα. Το κάρβουνο που γίνεται από το ξύλο ήταν σημαντικό για την παρασκευή του μπαρουτιού. Η τανίνη του φλοιού, στο παρελθόν, χρησιμοποιήθηκε για το μαύρισμα του δέρματος.[1][2] Το ξύλο του χρησιμοποιείται για να παρασκευή ροπάλων του κρίκετ. Το ξύλο της S. alba έχει χαμηλή πυκνότητα και μικρότερη εγκάρσια θλιπτική αντοχή. Αυτό επιτρέπει στο ξύλο να λυγίζει και γι' αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή καλαθιών. Ο φλοιός ιτιάς περιέχει Ινδολο-3-βουτυρικό οξύ, το οποίο είναι μια φυτική ορμόνη που τονώνει την ανάπτυξη της ρίζας· μερικές φορές, γαρνιτούρες ιτιάς χρησιμοποιούνται για την κλωνοποίηση ριζωμάτων στη θέση των συνθετικών διεγερτικών ριζών του εμπορίου.[5]
Μια σειρά από ποικιλίες και υβρίδια έχουν επιλεγεί για δασοκομική και κηπευτική χρήση:[1][2]
Οι Ιπποκράτης, Γαληνός, Πλίνιος ο Πρεσβύτερος και άλλοι ήξεραν ότι ο φλοιός της ιτιάς θα μπορούσε να έχει αναλγητική και αντιπυρετική δράση.[7] Έχει χρησιμοποιηθεί από καιρό στην Ευρώπη και την Κίνα για τη θεραπεία αυτών των περιστάσεων.[8] Επίσης, αυτό το φάρμακο αναφέρεται σε κείμενα από την αρχαία Αίγυπτο, Σουμερία και Ασσυρία.[9] Την πρώτη «κλινική δοκιμή» ανέφερε το 1763 ο Αιδεσιμότατος Έντουαρντ Στόουν, εφημέριος από το Chipping Norton, στο Oxfordshire, Αγγλία, με την επιτυχή θεραπεία του πυρετού της ελονοσίας με τον φλοιό ιτιάς.[7][10] Συχνά, ο φλοιός εμβαπτίζεται σε αιθανόλη, για να παραγάγει ένα βάμμα.
Το ενεργό εκχύλισμα από το φλοιό, που ονομάζεται σαλικίνη, μετά από τη Λατινική ονομασία του Salix, ήταν απομονωμένη στην κρυσταλλική του μορφή το 1828 από τον Henri Leroux, ένα Γάλλο φαρμακοποιό και τον Raffaele Piria, έναν Ιταλό χημικό, ο οποίος στη συνέχεια κατάφερε να ξεχωρίσει το οξύ στην καθαρή του κατάσταση. Το σαλικυλικό οξύ, όπως η ασπιρίνη, είναι ένα χημικό παράγωγο της σαλικίνης.
Η λευκή ιτιά (Salix alba - Ιτέα η λευκή) είναι είδος ιτιάς αυτοφυούς στην Ευρώπη, τη δυτική και κεντρική Ασία. Η ονομασία προέρχεται από το λευκό χρωματισμό στην κάτω πλευρά των φύλλων.
Είναι ένα μεσαίου έως μεγάλου μεγέθους φυλλοβόλο δέντρο, που φτάνει σε ύψος τα 10–30 m, με έναν κορμό μέχρι 1 m διάμετρο και ακανόνιστη κορυφή που συχνά γέρνει. Ο φλοιός είναι γκρι-καφέ και βαθιά σχισμένος στα μεγαλύτερα δέντρα. Οι βλαστοί στα τυπικά είδη είναι γκρι-καφέ έως πράσινο-καφέ. Τα φύλλα είναι πιο ανοιχτόχρωμα από τις περισσότερες άλλες ιτιές, λόγω επικάλυψης πολύ λεπτών, μεταξένιων άσπρων τριχών, ιδίως στο κάτω μέρος· έχουν μήκος 5–10 cm και πλάτος 0,5–1,5 cm. Τα άνθη παράγονται σε ίουλους νωρίς την άνοιξη και γονιμοποιούνται από έντομα. Είναι δίοικο, με αρσενικούς και θηλυκούς ίουλους σε ξεχωριστά δένδρα· οι αρσενικοί ίουλοι έχουν μήκος 4–5 cm, οι θηλυκοί ίουλοι μήκους 3–4 cm στην επικονίαση, το οποίο επιμηκύνεται, καθώς ωριμάζει ο καρπός. Όταν ωριμάζει στο κατακαλόκαιρο, οι θηλυκοί ίουλοι αποτελούνται από πολλές μικρές (4 mm) κάψουλες, που το καθένα περιέχει πολλούς μικροσκοπικούς σπόρους ενσωματωμένους σε λευκό πούπουλο, το οποίο βοηθά τη διασπορά με τον άνεμο.