Το Σεκοϊάδενδρο το γιγαντιαίο (Sequoiadendron giganteum), γνωστό και ως γιγαντιαία Σεκόια (Giant Sequoia) ή Ουελλιγκτόνια (Wellingtonia), είναι μεγάλο αειθαλές κωνοφόρο δέντρο, μοναδικό ζων είδος του μονοτυπικού γένους Σεκοϊάδενδρον (Sequoiadendron), και, μαζί με την Σεκόια την αειθαλή (Sequoia sempervirens) και την Μετασεκόια την γλυπτοστροβοειδή (Metasequoia glyptostroboides), ένα από τα τρία είδη κωνοφόρων που ταξινομούνται στην υποοικογένεια των Σεκοϊομόρφων (Sequoioidae, γνωστά και ως redwoods στα αγγλικά) της οικογένειας των Κυπαρισσοειδών (Cupressaceae).
Το σεκοϊάδενδρο είναι το μεγαλύτερο σε όγκο δέντρο του πλανήτη. Φτάνει συνήθως σε ύψος τα 50-85 μ και σε διάμετρο κορμού στο ύψος του στήθους (1,3 μ.) τα 6-8 μ., έχουν καταγραφεί όμως άτομα του είδους που φτάνουν τα 94,8 μ. σε ύψος και τα 17 μ. σε διάμετρο.[1] Σχηματίζει ψηλή, στενή κωνική κόμη. Τα κατώτερα κλαδιά του πεθαίνουν σχετικά εύκολα λόγω σκίασης αλλά δέντρα ηλικίας μικρότερης των 100 ετών διατηρούν τα περισσότερα από τα νεκρά κλαδιά τους. Οι κορμοί των ενήλικων δέντρων, στο φυσικό τους περιβάλλον, συνήθως δεν έχουν κλαδιά μέχρις ύψους 30-45 μέτρων.[2]
Είναι επίσης ένα από τα μακροβιότερα δέντρα· μεταξύ μη-κλωνικών οργανισμών, μόνο τα είδη Pinus longaeva και Fitzroya cupressoides είναι μακροβιότερα[3][4]. Το γηραιότερο γνωστό σεκοϊάδενδρο (το Muir Snag, νεκρό πλέον), με βάση την καταμέτρηση ετησίων δακτυλίων, θεωρείται ότι είχε ηλικία αρκετά άνω των 3.200 ετών όταν πέθανε.[5]
Το εγκάρδιο ξύλο του σεκοϊαδένδρου έχει χρώμα καφε-κόκκινο, εξ ου και το όνομα redwood (=κόκκινο ξύλο), ενώ το σομφό, που ξεχωρίζει σαφώς, έχει χρώμα ανοιχτό κίτρινο. Η μέση πυκνότητα του ξύλου, που κατά το μεγαλύτερο μέρος δεν περιέχει ρητίνη, είναι 0,37 γρ/εκ3. Ο φλοιός είναι ινώδης, σπογγώδης, μαλακός και αυλακωτός, δεν περιέχει ρητίνη και μπορεί να φτάνει σε πάχος μέχρι και τα 75 εκ. στην βάση του κορμού, παρέχοντας στο δέντρο σημαντική προστασία από την φωτιά. Τα φύλλα είναι άμισχα, βελονοειδή, τριγωνικής διατομής, μήκους 3-6 χιλ. στα πλευρικά κλαδιά και μέχρι 15 χιλ. στα κλαδιά της κορυφής, αειθαλή, και διατάσσονται σπειροειδώς πάνω στα κλαδιά.[6] Σε νεαρά κλαδιά έχουν χρώμα γαλαζοπράσινο, σε πιο ηλικιωμένα βαθυπράσινο.
Στο φυσικό του περιβάλλον το σεκοϊάδενδρο σχηματίζει ένα εκτεταμένο, ρηχό ριζικό σύστημα, που εκτείνεται σε απόσταση μέχρι και άνω των 30 μ. μακριά από τον κορμό, σε καλά στραγγιζόμενα εδάφη, αλλά σπάνια ξεπερνά το 1 μ. σε βάθος. Παρ' όλα αυτά, το δέντρο, δεδομένου του μεγάλου ύψους και της τεράστιας μάζας του, είναι αξιοσημείωτα σταθερό απέναντι στον αέρα.[2] Σπάνια σεικοϊάδενδρα ξερριζώνονται από καταιγίδα όσο βρίσκονται εν ζωή· συχνότερα πεθαίνουν από μυκητιακές ασθένειες. Νεαρά δέντρα, που δεν έχουν ακόμη την προστασία του χοντρού φλοιού, διατρέχουν κίνδυνο από πυρκαγιές.
Το σεκοϊάδενδρο αναγεννάται κυρίως μέσω σπόρων. Δέντρα ηλικίας μέχρι περίπου 20 ετών είναι πιθανόν να αναβλαστήσουν από πρέμνα μετά από τραυματισμό αλλά, σε αντίθεση με την σεκόια, τα ενήλικα δέντρα δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα. Σεκοϊάδενδρα όλων των ηλικιών μπορούν να βλαστήσουν από τον κορμό τους όταν χάσουν κλαδιά λόγω πυρκαγιάς ή θραύσης.[7]
Το σεκοϊάδενδρο είναι φυτό μόνοικο και δικλινές, αρσενικά δηλαδή και θηλυκά άνθη (κώνοι) είναι διακριτά αλλά βρίσκονται στο ίδιο άτομο. Οι αρσενικοί κώνοι βρίσκονται στις άκρες κοντών βλαστών· οι θηλυκοί (κουκουνάρια) βρίσκονται μεμονωμένοι, καμμιά φορά και σε ζεύγος, πάνω σε μακρύ μίσχο, και γονιμοποιούνται με τον άνεμο. Οι σπόροι ωριμάζουν σε δύο χρόνια, οι κώνοι όμως μπορεί να συνεχίσουν να αναπτύσσονται για αρκετά χρόνια (μέχρι και 20), παραμένοντας σε αυτό το διάστημα πράσινοι και κλειστοί.[2] Έχουν αμβλύ ωοειδές σχήμα και μήκος 5-8 εκατοστά. Κάθε κώνος φέρει 30-50 σπειροειδώς διατεταγμένες φολίδες, με αρκετούς σπόρους σε κάθε φολίδα, φτάνοντας να περιέχει κατά μέσον όρο 230 σπόρους. Οι σπόροι έχουν σκούρο καφέ χρώμα, μήκος 4-5 χιλ. και πλάτος 1 χιλ., με ένα κιτρινο-καφέ πτερύγιο πλάτους 1 χιλ. σε κάθε πλευρά. Ορισμένοι από τους σπόρους πέφτουν όταν οι φολίδες του κώνου συρρικνώνονται λόγω της καλοκαιρινής ζέστης, οι περισσότεροι όμως απελευθερώνονται όταν ο κώνος στεγνώσει λόγω θερμότητας από πυρκαγιά ή καταστραφεί από τρωκτικά ή έντομα.
Τα νεαρά δέντρα αρχίζουν να παράγουν κώνους σε ηλικία 10-15 ετών. Σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή, ένα μεγάλο ενήλικο δέντρο μπορεί να φέρει περίπου 11.000 κώνους. Η παραγωγή κώνων είναι μεγαλύτερη στο ανώτερο τμήμα του θόλου. Υπολογίζεται ότι ένα ώριμο σεκοϊάδενδρο διασκορπίζει περίπου 300.000-400.000 σπόρους τον χρόνο. Με την βοήθεια των πτερυγίων οι σπόροι μπορούν να φτάσουν μέχρι και 180 μ. μακριά από το γονικό δέντρο.[7]
Λόγω του μεγέθους του, το δέντρο έχει μελετηθεί για τον τρόπο με τον οποίο αντλεί νερό. Το νερό από τις ρίζες μπορεί να ωθηθεί προς τα πάνω μόλις λίγα μέτρα με την ωσμωτική πίεση αλλά μπορεί να φτάσει σε ακραία ύψη με την χρήση ενός συστήματος διακλαδούμενης τριχοειδούς ανύψωσης στο ξύλωμα του δέντρου (τα σωληνάρια νερού) και υποπίεσης από το εξατμιζόμενο στα φύλλα νερό.[8]. Τα δέντρα συμπληρώνουν το νερό του εδάφους με ομίχλη η οποία απορροφάται μέσω εναερίων ριζών σε ύψη στα οποία το νερό από τις ρίζες δεν μπορεί να φτάσει.[9]
Το γένος Σεκοϊάδενδρον ενδημούσε και στην Ευρώπη προ των παγετωδών περιόδων του Τεταρτογενούς. Σήμερα η φυσική εξάπλωση του σεκοϊαδένδρου περιορίζεται σε μια μικρής έκτασης περιοχή της δυτικής Σιέρρα Νεβάδα της Καλιφόρνια. Τα δέντρα αναπτύσσονται σε απομονωμένες μεταξύ τους χαράδρες σε 68 συνολικά διάσπαρτα δασύλλια (groves), τα οποία συνθέτουν μια συνολική επιφάνεια μόλις 144,16 χλμ2. Πουθενά δεν σχηματίζουν αμιγείς συστάδες, μολονότι σε ορισμένες μικρές περιοχές οι συστάδες πλησιάζουν την αμιγή κατάσταση. Τα δασύλλια ποικίλλουν σε έκταση από 12,4 χλμ2, με 20.000 ενήλικα δέντρα, μέχρι 10.000 μ2 με μόλις 6 ζωντανά δέντρα.
Το σεκοϊάδενδρο κινδυνεύει με αφανισμό στην φυσική περιοχή εξάπλωσής του. Σήμερα διατηρούνται μόλις τα 2/3 του αρχικού πληθυσμού. Πολλά δέντρα προστατεύονται πλέον στα Εθνικά Πάρκα "Σεκόια" (Sequoia), "Κινγκς Κάνυον" (Kings Canyon), "Εθνικό Μνημείο Γιγαντιαίας Σεκόιας" (Giant Sequoia National Monument) και Γιοσέμιτι (Yosemite).[10]
Το σεκοϊάδενδρο απαντάται συνήθως σε υγρά κλίματα που χαρακτηρίζονται από ξηρά καλοκαίρια και χιονισμένους χειμώνες. Τα περισσότερα δασύλλια αναπτύσσονται πάνω σε γρανιτικής σύστασης υπολειμματικά και αλλουβιακά εδάφη. Το υψόμετρο ποικίλλει από 1.400–2.000 μ. στα βόρεια μέχρι 1.700-2.150 μ. στα νότια. Τα σεκοϊάδενδρα συνήθως αναπτύσσονται στις νοτίου προσανατολισμού πλευρές των βορείων βουνών και στις βόρειες όψεις των νοτιότερων πλαγιών. Σε πλήρη ανάπτυξη, τα δέντρα αυτά συνήθως χρειάζονται μεγάλες ποσότητες νερού και επομένως συχνά συγκεντρώνονται κοντά σε ρυάκια.
Δεν χρειάζονται υψηλά επίπεδα αναπαραγωγής για να διατηρηθούν οι πληθυσμοί στα σημερινά επίπεδα. Ωστόσο, λίγα δασύλλια έχουν αρκετά νεαρά δέντρα ώστε να διατηρηθεί η παρούσα πυκνότητα ενηλίκων δέντρων για το μέλλον. Η πλειοψηφία των δασυλλίων υφίσταται μια σταδιακή μείωση πυκνότητας από την εποχή του Ευρωπαϊκού αποικισμού.
Τα σεκοϊάδενδρα δυσκολεύονται να αναπαραχθούν στο φυσικό τους περιβάλλον (και πολύ σπάνια αναπαράγονται σε καλλιέργεια) λόγω του ότι οι σπόροι τους αναπτύσσονται με επιτυχία μόνο σε ηλιόλουστες θέσεις και εδάφη πλούσια σε μέταλλα, απαλλαγμένοι από ανταγωνιστική βλάστηση. Παρότι οι σπόροι μπορούν να βλαστήσουν στο υγρό επιφανειακό στρώμα οργανικής ύλης (χούμου) την άνοιξη, τα σπορόφυτα αυτά θα πεθάνουν καθώς τα φυτικά υπολείμματα στεγνώνουν το καλοκαίρι. Κατά συνέπεια έχουν ανάγκη περιοδικές δασικές πυρκαγιές, οι οποίες καταστρέφουν την ανταγωνιστική βλάστηση και καθαρίζουν το έδαφος από την οργανική ύλη, πριν καταστεί δυνατή η επιτυχής αναγέννησή τους. Χωρίς την φωτιά, τα σκιόφιλα είδη θα καταπνίξουν τα νεαρά σπορόφυτα σεκοϊάδενδρων και οι σπόροι δεν θα φυτρώσουν.
Οι φωτιές φέρνουν επίσης στον θόλο του δέντρου μέσω συναγωγής θερμό αέρα, ο οποίος με την σειρά του ξηραίνει και ανοίγει τους κώνους. Η συνακόλουθη απελευθέρωση μεγάλων ποσοτήτων σπόρων συμπίπτει με την ύπαρξη ιδανικών γι' αυτούς συνθηκών υποστρώματος. Επιπλέον, η χαλαρή στάχτη στο έδαφος μπορεί να λειτουργήσει σαν προστατευτικό κάλυμμα για τους σπόρους απέναντι στην υπεριώδη ακτινοβολία. Οι φυσικές πυρκαγιές μπορεί τέλος να είναι σημαντικές για τον έλεγχο των μυρμηγκιών του ξύλου (Camponotus spp.).
Λόγω των προσπαθειών καταστολής των πυρκαγιών και της βόσκησης ζώων κατά τις αρχές και τα μέσα του 20ου αιώνα, δεν ξεσπούσαν χαμηλής έντασης φωτιές με φυσικό τρόπο σε πολλά από τα δασύλλια, και ακόμα και σήμερα δεν ξεσπούν σε ορισμένα από αυτά. Η καταστολή των πυρκαγιών οδήγησε επίσης στην συσσώρευση "καυσίμου" στο έδαφος και στην πυκνή ανάπτυξη της, ευαίσθητης στις φωτιές, λευκής ελάτης (Abies concolor). Έτσι αυξήθηκε ο κίνδυνος έκρηξης πιο έντονων πυρκαγιών οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις ελάτες σαν "σκάλες" για να απειλήσουν τον θόλο των σεκοϊάδενδρων.
Το 1970 η Υπηρεσία Εθνικών Πάρκων των Η.Π.Α. (National Park Service) ξεκίνησε την πρόκληση ελεγχόμενων πυρκαγιών στα δασύλλια για να διορθώσει την κατάσταση. Η τρέχουσες πολιτικές επίσης επιτρέπουν στις φυσικές πυρκαγιές να καίνε βάσει προδιαγεγραμμένων συνθηκών.[11] Μια απ' αυτές τις ανεξέλεγκτες πυρκαγιές προκάλεσε σοβαρές ζημιές στο δεύτερο μεγαλύτερο δέντρο του κόσμου, το "δέντρο του Ουάσινγκτον" (Washington tree), τον Σεπτέμβριο του 2003, 45 μέρες αφότου ξέσπασε. Η ζημιά κατέστησε το δέντρο ανίκανο να αντέξει την χιονοθύελλα του Ιανουαρίου του 2005, πράγμα που οδήγησε στην κατάρρευση του μισού και πλέον του κορμού του.[12]
Εκτός από τη φωτιά, δύο ζωικοί παράγοντες επίσης βοηθούν στην απελευθέρωση των σπόρων του σεκοϊαδένδρου. Ο σημαντικότερος από τους δυο είναι ένα σκαθάρι της οικογένειας Cerambycidae (το Phymatodes nitidus), το οποίο γεννά τα αυγά του πάνω στον κώνο, στον οποίο ανοίγουν κατόπιν τρύπες οι νύμφες του. Αυτό διακόπτει την παροχή νερού από τα αγγεία στις φολίδες των κώνων, επιτρέποντας στους κώνους να στεγνώσουν και να ανοίξουν και στους σπόρους να πέσουν. Κώνοι που υφίστανται ζημιά από τα σκαθάρια στη διάρκεια του καλοκαιριού, ανοίγουν σιγά-σιγά στην διάρκεια των επομένων μηνών. Ορισμένες έρευνες δείχνουν ότι πολλοί κώνοι, ειδικά στα ανώτερα τμήματα των θόλων, ίσως χρειάζεται να ξεραθούν μερικώς λόγω ζημιάς από τα σκαθάρια ώστε να μπορεί η θερμότητα της φωτιάς να τους ανοίξει τελείως. Ο άλλος ζωικός παράγοντας είναι ο σκίουρος του Ντάγκλας (Tamiasciurus douglasii), ο οποίος ροκανίζει τις σαρκώδεις πράσινες φολίδες των νεαρότερων κώνων. Οι σκίουροι παραμένουν δραστήριοι όλον τον χρόνο, και ορισμένοι από τους σπόρους αποσπώνται και πέφτουν καθώς οι σκίουροι τρώνε τον κώνο.[2][13]
Το σεκοϊάδενδρο ήταν γνωστό στις φυλές αυτοχθόνων Αμερικανών που ζούσαν στην περιοχή εξάπλωσής του. Οι αυτόχθονες το ονόμαζαν wawona, toos-pung-ish and hea-mi-withic.
Η πρώτη αναφορά στο σεκοϊάδενδρο από Ευρωπαίους χρονολογείται στο 1833, στο ημερολόγιο του εξερευνητή Τζ. Κ. Λέοναρντ (J. K. Leonard)· η αναφορά δεν αναφέρει τοποθεσία, αλλά η διαδρομή του θα πρέπει να τον είχε φέρει στο δασύλλιο Calaveras.[14] Η ανακάλυψη δεν δημοσιοποιήθηκε. Ο επόμενος Ευρωπαίος που είδε το δέντρο ήταν ο Τζον Μ. Γούστερ (John M. Wooster), ο οποίος σκάλισε τα αρχικά του στον φλοιό του δέντρου "Ηρακλής" (Hercules) το 1850· ούτε αυτή η παρατήρηση δημοσιοποιήθηκε. Πολύ περισσότερη δημοσιότητα δόθηκε στην "ανακάλυψη" του δασυλλίου Calaveras από τον Ωγκάστους Τ. Ντάουντ (Augustus T. Dowd) το 1852, και αυτή συνήθως αναφέρεται και ως ανακάλυψη του είδους.[14] Το δέντρο που ανακάλυψε ο Ντάουντ, το οποίο βαφτίστηκε "Δέντρο της ανακάλυψης" ("Discovery tree"), κόπηκε το 1853.
Η πρώτη επιστημονική ονομασία του είδους δόθηκε τον Δεκέμβριο του 1853 από τον Τζον Λίντλευ (John Lindley), ο οποίος το ονόμασε Wellingtonia gigantea, χωρίς να συνειδητοποιήσει ότι το όνομα ήταν άκυρο σύμφωνα με τον κώδικα βοτανικής ονοματολογίας, καθώς το όνομα Wellingtonia είχε ήδη χρησιμοποιηθεί νωρίτερα για ένα άλλο, άσχετο φυτό (το Wellingtonia arnottiana της οικογένειας Sabiaceae). Το όνομα Wellingtonia εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στην Αγγλία ως κοινό όνομα.[15] Τον επόμενο χρόνο ο γάλλος βοτανολόγος Ζοζέφ Ντεκαίν (Joseph Decaisne) μετέφερε το είδος στο ίδιο γένος με την σεκόια, ονομάζοντάς το Sequoia gigantea, αλλά και αυτό το όνομα ήταν άκυρο, καθώς είχε αποδοθεί νωρίτερα (1847) στην σεκόια από τον Έντλιχερ (Endlicher). Το όνομα Washingtonia californica δόθηκε επίσης από τον Ουίνσλοου (Winslow) το 1854· ωστόσο και αυτό είναι άκυρο, αφού ανήκει στο γένος φοινίκων Washingtonia.
Το 1907 τοποθετήθηκε από τον Καρλ Ερνστ Όττο Κούντσε (Karl Ernst Otto Kuntze) στο γένος Steinhauera, που κατά τα άλλα περιλαμβάνει απολιθώματα, αλλά αμφιβολίες σχετικά με την σχέση του σεκοϊαδένδρου με το απολίθωμα που είχε πρώτο ονομαστεί έτσι καθιστούν και αυτό το όνομα άκυρο.[16]
Οι ονοματολογικές αβλεψίες διορθώθηκαν τελικά το 1939 από τον Τζ. Μπούχολτς (J. Buchholtz),[17] ο οποίος επεσήμανε επίσης ότι το σεκοϊάδενδρο διαφέρει από την σεκόια σε επίπεδο γένους και επινόησε γι' αυτό το όνομα Sequoiadendron giganteum.
Το ξύλο των ώριμων σεκοϊάδενδρων είναι εξαιρετικά ανθεκτικό στην φθορά αλλά επειδή είναι ινώδες και εύθρυπτο δεν είναι γενικά κατάλληλο για κατασκευές. Από την δεκαετία του 1880 μέχρι την δεκαετία του 1920 πολλά από τα δασύλλια υλοτομήθηκαν, παρά τις οριακές εμπορικές αποδόσεις. Λόγω του βάρους και του ευθρύπτου χαρακτήρα τους, τα δέντρα συχνά θρυμματίζονταν πέφτοντας στο έδαφος, με αποτέλεσμα την σπατάλη μεγάλου μέρους του ξύλου. Οι υλοτόμοι επιχειρούσαν να μετριάσουν την ορμή της πρόσκρουσης σκάβοντας χαντάκια και γεμίζοντάς τα με κλαδιά. Παρόλα αυτά, υπολογίζεται ότι μόλις το 50% της ξυλείας έφτανε άθικτο στα πριονιστήρια. Το ξύλο χρησιμοποιόταν στην κατασκευή κυρίως σανίδων και στύλων για φράκτες, αλλά ακόμα και σπίρτων.
Οι εικόνες των άλλοτε μεγαλόπρεπων δέντρων σπασμένων και εγκαταλελειμμένων στα πρώην παρθένα δασύλλια και η σκέψη της ευτελούς χρήσης των γιγάντων προκάλεσαν την δημόσια κατακραυγή που οδήγησε στην διατήρηση των περισσότερων δασυλλίων ως προστατευόμενων περιοχών. Δείγμα της αποψιλωτικής υλοτομίας της δεκαετίας του 1880 αποτελεί το "Δασύλλιο των Μεγάλων Πρέμνων" (Big Stump Grove), κοντά στο "Δασύλλιο του Στρατηγού Γκραντ" (General Grant Grove), που είναι ανοιχτό στο κοινό. Ακόμα και κατά δεκαετία του 1980, ορισμένα ανώριμα δέντρα υλοτομήθηκαν στο "Εθνικό Δάσος Σεκόια" (Sequoia National Forest), γεγονός του οποίου η δημοσιοποίηση συνέτεινε στην δημιουργία του "Εθνικού Μνημείου Γιγαντιαίας Σεκόιας" (Giant Sequoia National Monument).
Το ξύλο των ανώριμων δέντρων είναι λιγότερο εύθρυπτο, και πρόσφατες δοκιμές με νεαρά δέντρα, καλλιεργημένα σε φυτείες, έδειξαν ότι έχει ιδιότητες παρόμοιες με αυτό της σεκόιας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την δημιουργία ενδιαφέροντος για την καλλιέργεια του σεκοϊαδένδρου ως υψηλής απόδοσης δέντρου παραγωγής ξυλείας, τόσο στην Καλιφόρνια όσο και σε τμήματα της Δυτικής Ευρώπης, όπου μπορεί να αναπτυχθεί πολύ καλύτερα απ' ό,τι οι σεκόιες. Στις βορειοδυτικές Η.Π.Α., ορισμένοι επιχειρηματίες έχουν επίσης ξεκινήσει να καλλιεργούν σεκοϊάδενδρα ως χριστουγεννιάτικα δέντρα. Πέραν αυτών των προσπαθειών για καλλιέργεια, οι κύριες χρήσεις του σεκοϊαδένδρου στην οικονομία σήμερα είναι στον τουρισμό, ως αξιοθέατου, και στην φυτοκομία, ως καλλωπιστικού φυτού.
Το σεκοϊάδενδρο είναι πολύ δημοφιλές καλλωπιστικό φυτό σε πολλές περιοχές. Καλλιεργείται με επιτυχία στο μεγαλύτερο μέρος της δυτικής και νότιας Ευρώπης, από το βόρειο τμήμα της ΒΔ Βόρειας Αμερικής μέχρι το νοτιοδυτικό τμήμα της Βρετανικής Κολομβίας, την νοτιοανατολική Αυστραλία, την Νέα Ζηλανδία και την κεντρική-νότια Χιλή. Καλλιεργείται επίσης, αν και με λιγότερη επιτυχία, σε τμήματα της ανατολικής Βόρειας Αμερικής. Στην Γερμανία το ζεύγος Ερνστ και Ίλλα Μάρτιν, μέλη της Γερμανικής Δενδρολογικής Εταιρείας, ξεκίνησαν το 1952, σε ιδιόκτητη έκταση (Sequoiafarm Kaldenkirchen), έρευνα σχετικά με την επανεισαγωγή του, άλλοτε ενδημικού, σεκοϊαδένδρου στην γερμανική δασοκομία.
Τα δέντρα μπορούν να αντέξουν θερμοκρασίες −31°C ή και χαμηλότερες για μικρά χρονικά διαστήματα, με την προϋπόθεση το έδαφος γύρω από τις ρίζες να είναι μονωμένο είτε με παχύ στρώμα χιονιού είτε με οργανικό υλικό εδαφοκάλυψης. Εκτός της φυσικής περιοχής εξάπλωσής τους, το φύλλωμα τους είναι πιθανό να υποφέρει από επιζήμια "εγκαύματα" από τον άνεμο.
Στην Ελλάδα δεν θα συναντήσουμε πολλά φυτά του είδους που πάντως αναπτύσσονται με μεγάλη επιτυχία τουλάχιστον στη Βόρεια Ελλάδα[18] καθώς και σε περιοχές της Νότιας Ελλάδας με μεγάλο υψόμετρο.[19]
Από την εποχή της ανακάλυψής του, ένα ευρύ φάσμα καλλιεργούμενων ποικιλιών του έχει επιλεγεί, ειδικά στην Ευρώπη. Υπάρχουν, μεταξύ άλλων, κρεμοκλαδείς (pendulum), ποικιλόχρωμες (variegatum), γλαύκες (glaucum), χρυσοκίτρινες (aureum), και νάνες (pygmaeum) μορφές.[20]
Το μεγαλύτερο εν ζωή σεκοϊάδενδρο είναι ο Στρατηγός Σέρμαν (General Sherman), που βρίσκεται στο "Δάσος των Γιγάντων" (Giant Forest), στο Εθνικό Πάρκο Σεκόια, έχει ύψος 83,8 μ και, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες μετρήσεις, έχει όγκο 1489 μ3.[21]
Τα 10 μεγαλύτερα σε όγκο άτομα του είδους Sequoiadendron giganteum είναι[22]
Κορμός σεκοϊαδένδρου ηλικίας 1.300 ετών, Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Λονδίνου
Σεκοϊάδενδρο στο κέντρο των Ιωαννίνων
Η δενδροστοιχία του Benmore, στην Σκωτία. Όλα τα δένδρα έχουν ύψος άνω των 50 μ.
Sequoiafarm Kaldenkirchen, Γερμανία
Chabane, Τσεχία
Το μεγαλύτερο σεκοϊάδενδρο του Βελγίου (ύψος 32 μ.)
Rentilly, Γαλλία
Το Σεκοϊάδενδρο το γιγαντιαίο (Sequoiadendron giganteum), γνωστό και ως γιγαντιαία Σεκόια (Giant Sequoia) ή Ουελλιγκτόνια (Wellingtonia), είναι μεγάλο αειθαλές κωνοφόρο δέντρο, μοναδικό ζων είδος του μονοτυπικού γένους Σεκοϊάδενδρον (Sequoiadendron), και, μαζί με την Σεκόια την αειθαλή (Sequoia sempervirens) και την Μετασεκόια την γλυπτοστροβοειδή (Metasequoia glyptostroboides), ένα από τα τρία είδη κωνοφόρων που ταξινομούνται στην υποοικογένεια των Σεκοϊομόρφων (Sequoioidae, γνωστά και ως redwoods στα αγγλικά) της οικογένειας των Κυπαρισσοειδών (Cupressaceae).