Το Χρυσογέρακο είναι είδος γνήσιου [4] γερακιού (γένος Falco), που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Falco biarmicus, και περιλαμβάνει 5 υποείδη.[5]
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος F. b. feldeggii (Sharpe, 1873).[5]
Πιστεύεται ότι το αρχικό κατά Λινναίου επίθετο biarmicus σημαίνει «γενειοφόρος» όταν έδωσε αυτό το όνομα στον Χρυσογέρακο (Faucon biarmique), σε σχέση με την εμφάνιση του.[6]
Η ελληνική του ονομασία προέρχεται από το χαρακτηριστικό χρώμα στο πάνω μέρος του κεφαλιού.
Έχει μήκος 30-60 εκατοστά, με πολύ μακριές και μυτερές φτερούγες με άνοιγμα 60 έως 120 εκατοστά και μακριά ουρά. Όπως σε όλα σχεδόν τα ημερόβια αρπακτικά το θηλυκό είναι πιο μεγαλόσωμο από το αρσενικό. Το πτέρωμά του αλλάζει ανάλογα με το υποείδος. Το χρώμα της ράχης μέχρι την ουρά ποικίλλει από σκούρο μπλε έως γκρίζο, το στήθος και η κοιλιά είναι διάστικτο καφέ ανοικτό, το τελείωμα της ουράς του είναι λευκό. Χαρακτηριστικό του χρυσογέρακου όπως και σε όλα τα Long Wing ή Υψηλής Πτήσης αρπακτικά είναι το μαύρο ή πολύ σκούρο χρώμα με τη μορφή γραμμής που καλύπτει τα μάτια έως και το κάτω μέρος του κεφαλιού.
Τα ανήλικα έχουν σκούρο καστανό πτέρωμα, με ραβδώσεις σε όλο σχεδόν το σώμα. Το βάρος των ενηλίκων είναι 450 εώς 600 γραμμάρια για τα αρσενικά και 600 εώς 800 γραμμάρια για τα θηλυκά.
Το χρυσογέρακο απαντά σε ανοικτές περιοχές με χαμηλή βλάστηση αλλά όχι σε όλη την ελληνική επικράτεια. Φωλιάζει κυρίως σε απότομους βράχους ή πάνω σε δέντρα που εποπτεύουν μεγάλη έκταση. Οι κυρίως βιότοποι του βρίσκονται στην Β. Αφρική, στα νησιά του Αιγαίου, στην Α. Πελοπόννησο, στη Β. Ελλάδα, στην Κύπρο και στη Β. Τουρκία (νότια παράλια της Μαύρης Θάλασσας). Πρόκειται για αποδημητικό πτηνό που ξεχειμωνιάζει στα νοτιότερα σημεία της επικρατείας του, ενώ τους ανοιξιάτικους και καλοκαιρινούς μήνες ανεβαίνει βορειότερα.
Στην Ελλάδα ζει κυρίως σε ανοιχτές, ξερές, άγονες και βραχώδεις, ημιορεινές και πεδινές περιοχές, αλλά φωλιές (σε βράχια) έχουν βρεθεί και σε ανοιχτά πευκοδάση.[7]
Τρέφεται κυρίως με πουλιά που σε μέγεθος μπορεί να είναι μεγαλύτερα από αυτό. Ακόμη, είναι ένα από τα ελάχιστα Υψηλής Πτήσης αρπακτικά που επιτίθεται σε μικρά θηλαστικά αλλά και σε ερπετά (σαύρες, κυρίως). Στο χρυσογέρακο βρίσκουμε έναν μοναδικό τρόπο κυνηγιού κατά ζεύγη. Το θηλυκό λόγω του μεγάλου ανοίγματος των πτερύγων και του μεγέθους του, πετάει πολύ χαμηλά στο έδαφος με ταχύτητα και, πολλές φορές, πάνω από την γραμμή των δέντρων, προκαλώντας σύγχυση και πανικό στα πουλιά. Τότε το αρσενικό, που πετά ακριβώς πίσω του αλλά ψηλότερα, εφορμά κάθετα και με την συνεργασία του θηλυκού συλλαμβάνουν το θήραμα. Τα είδη που προτιμούν είναι μικρά αλλά και μεγαλύτερα πουλιά όπως η τσίχλα, το κοτσύφι και πολλές φορές πέρδικες και μπεκάτσες. Έχουν παρατηρηθεί επιθέσεις ακόμα και σε κορακοειδή. Η μεγάλη ευκινησία που διαθέτουν, τα καθιστά ικανά να επιτεθούν ακόμα και σε νυχτερίδες με σημαντικό ποσοστό επιτυχίας.
Το ζευγάρωμα ξεκινά Απρίλιο ή Μάιο, με πτητικές επιδείξεις και φωνητικά καλέσματα. Το θηλυκό εναποθέτει 3-5 τα οποία κλωσσάει το ίδιο με τη βοήθεια συχνά και του αρσενικού που έχει και την ευθύνη σίτισης της συντρόφου του, επί 25-38 μέρες. Η πρώτη, αναγνωριστική πτήση των νεοσσών, τους οποίους φροντίζουν και οι δύο γονείς, γίνεται μετά 40-50 μέρες. Στη συνέχεια η εκπαίδευση των νεοσσών κρατάει έως και 2 μήνες ακόμα και με ζωντανά θηράματα που κουβαλούν οι γονείς στη φωλιά.
Το χρυσογέρακο είναι σπάνιο και τοπικό επιδημητικό είδος στην Ελλάδα. Πιο κοινό και με ευρεία κατανομή στο παρελθόν, φώλιαζε σε πολλές περιοχές, ακόμη και σε νησιά. Η σημερινή κατανομή του είναι πλέον πολύ κατακερματισμένη, φωλιάζει δε κυρίως στην ηπειρωτική Ελλάδα και σε λίγα νησιά, π.χ. Λέσβος, Κως κ.ά..[8] Ο πληθυσμός του υπολογίζεται σε 36-55 ζευγάρια και θεωρείται σταθερός, αν και λόγω του μικρού του μεγέθους είναι ευάλωτος και επισφαλής.[9]
Στον ελλαδικό χώρο, το Χρυσογέρακο απαντάται και με τις ονομασίες Χρυσογέρακας και Ξανθογέρακο.[10]
Το Χρυσογέρακο είναι είδος γνήσιου γερακιού (γένος Falco), που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Falco biarmicus, και περιλαμβάνει 5 υποείδη.
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος F. b. feldeggii (Sharpe, 1873).