Το αχινοσκυλόψαρο[2] (επιστημονική ονομασία: Echinorhinus brucus) είναι το ένα από τα δύο μέλη της οικογένειας Εχινορινίδες. Το άλλο είναι το είδος Echinorhinus cookei. Απαντάται στο Δυτικό Ειρηνικό ωκεανό, καθώς και σε τροπικά και εύκρατα νερά παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένης της Μεσογείου. Αυτός ο καρχαρίας κολυμπάει κοντά στο βυθό, σε βάθος συνήθως 400 με 900 μέτρων, αν και έχει βρεθεί σε ρηχότερα νερά. Το αχινοσκυλόψαρο έχει ογκώδες σώμα, με δύο μικρά ραχιαία πτερύγια, στο αρκετά πίσω στο σώμα και δεν έχει πρωκτικό πτερύγιο. Αναγνωρίζεται από τα αγκαθοειδή δερματικά δόντια που βρίσκονται σε όλο του το σώμα, μερικά από τα οποία έχουν συνενωθεί μεταξύ τους. Είναι μωβ καφέ ή μαύρο και φτάνει σε μήκος μέχρι τα 3,1 μέτρα, αν και συνήθως έχει μήκος 2 μέτρα.
Η διατροφή του αχινοσκυλόψαρου περιλαμβάνει μικρότερους καρχαρίες, οστεϊχθύες και καβούρια, τα οποία αυτό το αργοκίνητο είδος μπορεί να πιάσει ρουφώντας. Είναι ωοζωοτόκα, με τα θηλυκά να γεννούν κάθε φορά 15 με 52 μικρά. Είναι ακίνδυνο για τους ανθρώπους. Είναι συχνά παραπίπτον αλίευμα, και περιστασιακά χρησιμοποιείται ως ψαροτροφή ή για το λάδι που εξάγεται από το συκώτι του. Η IUCN προς το παρόν δεν έχει αρκετές πληροφορίες για να εντάξει το ψάρι σε κάποιο καθεστώς διατήρησης. Ο πληθυσμός έχει μειωθεί σημαντικά στο βόρειο Ατλαντικό από το 18ο και 19ο αιώνα, πιθανότατα εξαιτίας της υπεράλιευσης.[1]
Το αχινοσκυλόψαρο (επιστημονική ονομασία: Echinorhinus brucus) είναι το ένα από τα δύο μέλη της οικογένειας Εχινορινίδες. Το άλλο είναι το είδος Echinorhinus cookei. Απαντάται στο Δυτικό Ειρηνικό ωκεανό, καθώς και σε τροπικά και εύκρατα νερά παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένης της Μεσογείου. Αυτός ο καρχαρίας κολυμπάει κοντά στο βυθό, σε βάθος συνήθως 400 με 900 μέτρων, αν και έχει βρεθεί σε ρηχότερα νερά. Το αχινοσκυλόψαρο έχει ογκώδες σώμα, με δύο μικρά ραχιαία πτερύγια, στο αρκετά πίσω στο σώμα και δεν έχει πρωκτικό πτερύγιο. Αναγνωρίζεται από τα αγκαθοειδή δερματικά δόντια που βρίσκονται σε όλο του το σώμα, μερικά από τα οποία έχουν συνενωθεί μεταξύ τους. Είναι μωβ καφέ ή μαύρο και φτάνει σε μήκος μέχρι τα 3,1 μέτρα, αν και συνήθως έχει μήκος 2 μέτρα.
Η διατροφή του αχινοσκυλόψαρου περιλαμβάνει μικρότερους καρχαρίες, οστεϊχθύες και καβούρια, τα οποία αυτό το αργοκίνητο είδος μπορεί να πιάσει ρουφώντας. Είναι ωοζωοτόκα, με τα θηλυκά να γεννούν κάθε φορά 15 με 52 μικρά. Είναι ακίνδυνο για τους ανθρώπους. Είναι συχνά παραπίπτον αλίευμα, και περιστασιακά χρησιμοποιείται ως ψαροτροφή ή για το λάδι που εξάγεται από το συκώτι του. Η IUCN προς το παρόν δεν έχει αρκετές πληροφορίες για να εντάξει το ψάρι σε κάποιο καθεστώς διατήρησης. Ο πληθυσμός έχει μειωθεί σημαντικά στο βόρειο Ατλαντικό από το 18ο και 19ο αιώνα, πιθανότατα εξαιτίας της υπεράλιευσης.