Τα Μαντώδη (Mantodea) ή οι Μάντισσες είναι μία τάξη εντόμων που αποτελείται από περίπου 2.200 είδη τα οποία χωρίζονται σε 9 οικογένειες.[1] Ονομάστηκαν έτσι το 1838 από τον εντομολόγο Χέρμαν Μπούρμαϊστερ, λόγω της στάσης των μπροστινών ποδιών, τα οποία υψώνονται σαν σε προσευχή.
Στη Ευρώπη αναφέρονται 35 είδη, στην Ελλάδα 8.[2]
Το χρώμα ποικίλλει από σταχτί μέχρι πράσινο ή καφέ και κατά κανόνα συμπίπτει με το χρώμα του περιβάλλοντος. Τα είδη τα οποία παραμονεύουν τη λεία τους σε άνθη, μπορεί να έχουν αρκετά ζωηρά χρώματα (Εικ. 1, αριστερά). Μερικά είδη μπορούν να αλλάζουν το χρώμα τους σε διάσταση μερικών ημερών. Στα μικρά είδη τα ενήλικα φτάνουν μόνο ένα χιλιοστόμετρο, τα μεγαλύτερα είδη αποκτούν μήκος μέχρι 17 χιλιοστόμετρων. Κατά κανόνα τα θηλυκά είναι πιο μεγάλα από τα αρσενικά. Το σώμα είναι μακρόστενο.
Το τριγωνικό κεφάλι (Εικ. 2) κινείται εύκολα γύρο τον άξονα του μέχρι 180°. Τα στοματικά μόρια μασητικού τύπου δείχνουν προς τα κάτω. Οι σύνθετοι οφθαλμοί είναι πολύ καλά αναπτυγμένες. Η θέση τους στις πάνω άκρες του κεφαλιού εξασφαλίζει σχεδόν απεριόριστη ορατότητα . Η μεγάλη απόσταση μεταξύ των οφθαλμών επιτρέπει μια καλή μέτρηση της απόστασης στο θύμα. Αυξάνεται και βελτιώνεται σε κάθε έκδυση.[3] Παραπέρα από τους σύνθετους οφθαλμούς συναντούμε τρία οφθαλμίδια. Στο κεφάλι εκφύονται δυο μακριές νηματοειδείς κεραίες, οι οποίες αποτελούνται από πολλά άρθρα .
Ο θώρακας είναι επιμήκης. Οι ταρσοί των ποδιών είναι πενταμερείς. Το μπροστινό ζεύγος ποδιών είναι ειδικευμένο για ξαφνική εκσφενδόνιση μπρος τα μπροστά. Είναι εφοδιασμένα με σειρές από αγκάθια για να μπορούν να αρπάξουν τα θηράματα του (Εικ. 3). Μετά οι μπροστινές κνήμες διπλώνονται προς τα πίσω στον μηρό και τα δύο περισφίγγουν το κορμί της λείας. Με τα υπόλοιπα τέσσερα μακρά πόδια σκαρφαλώνουν στα φυτά. Οι μπροστινές πτέρυγες είναι δερματοειδείς (ψευδέλυτρα). Οι οπίσθιες πτέρυγες είναι μεμβρανώδεις και στη βάση παρουσιάζουν σαφή επέκταση προς τα πίσω. Η νεύρωση των πτερύγων είναι πρωτόγονη με επανειλημμένως κλαδωτές φλέβες επί μήκος και αρκετές εγκάρσιες φλέβες. Μερικά είδη είναι βραχύπτερα ή άπτερα, πολλές φορές μόνο στα αρσενικά οι πτέρυγες είναι πλήρως αναπτυγμένες
Η κοιλία αποτελείται από δέκα ουρομερή και καταλήγει σε ένα ζεύγος κερκιδίων (ή κέρκων, cerci). Οι κέρκοι είναι αρκετά κοντοί αλλά πολυμελείς (διακρίνεται καλά στην μεγέθυνση της εικόνας του ταξινομοπλαισίου). Ο ωοθέτης είναι ατροφικός. Τα αρσενικά γεννητικά όργανα είναι πολύπλοκα. Η μορφή των εξωτερικών γεννητικών οργάνων επιτρέπει σφιχτή ένωση κατά το ζευγάρωμα.
Τα περισσότερα είδη συναντούμε στα τροπικά βροχερά δάση της Νότιας Αμερικής, της Αφρικής και της Ασίας. Από την την Αφρική αναφέρονται 900 είδη, από την Ασία 530 είδη. Η ποικιλία μειώνεται στα εύκρατα κλίματα και τα μαντώδη λείπουν σε κρύα κλίματα. Από τη βόρεια Αμερική αναφέρονται μόνο 20 είδη. Τα είδη της οικογένειας Amorphoscelidae έχουν κέντρο της γεωγραφικής εξάπλωσης στην Αυστραλία, από οπού αναφέρονται επί 160 είδη. Μερικά είδη βρήκαν παγκόσμια εξάπλωση ως αποτέλεσμα των εμπορικών συναλλαγών.
Στην Ελλάδα συναντούμε τα ακόλουθα είδη:
Τα άτομα των μαντωδών ζουν μόνιμα, μερικά είδη εκδηλώνουν επικράτειες. Με το χρωματισμό, τη μορφή του σώματος και την κινήσεις που μοιάσουν με την κίνηση των φύλλων στον άνεμο, τα καλά μεταμφιεσμένα έντομα αυτά συγχέονται με το περιβάλλον και δεν γίνονται εύκολα αντιληπτά από τους θηρευτές τους και από τη λεία τους. Πολλά είδη μπορούν να προσαρμόζουν το χρώμα τους ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται.
Μερικά είδη προκαλούν ήχους για να αποθαρρύνουν πιθανούς θηρευτές.[12] Άλλα είδη φοβίζουν θηρευτές με το ξαφνικό άνοιγμα των πτερύγων με εκπληκτικά χρώματα (Εικ. 4). Μερικά είδη απλά παίρνουν απειλητική στάση ή παριστάνουν νεκρά έντομα. Βέβαια πάντοτε προσπαθούν να φεύγουν τρέχοντας ή πετώντας σε περίπτωση ανάγκης.
Για να αυξάνουν τις επιτυχίες τους κατά την αναζήτηση της τροφής, τα περισσότερα είδη περιμένουν ακίνητα, αλλά υπάρχουν και είδη που ζουν στο έδαφος και πλησιάζουν τη λεία τους έστω αυτή παραμένει ακίνητα.[13] Αρπάζουν τη λεία σε διάστημα ενός εικοστού του δευτερόλεπτου, και την τρώνε με την ησυχία τους. Κυνηγούν κυρίως άλλα έντομα, αλλά και μικρά ερπετά και άλλα ζώα. Στο είδος Tenodera aridifolia sinensis αποδείχθηκε, πως η γύρη συμπληρώνει και βελτιώνει την τροφή.[14] Το γεγονός, πως παρατηρούνται θηλυκά, τα οποία αποκεφαλίζουν και καταβροχθίσουν τα αρσενικά κατά το ζευγάρωμα, είναι μάλλον εξαίρεση στο φυσικό περιβάλλον. Σωστά είναι, πως στην περίπτωση κανιβαλισμού το ζευγάρωμα δεν διακόπτεται. Επίσης κανιβαλισμό παρατηρείται σε πολλά είδη ανεξάρτητα από την αναπαραγωγική συμπεριφορά.
Εικ.6: Απόθεση των αυγών και θήκες με αυγά από διάφορα είδηΤα Θηλυκά εκκρίνουν φερομόνες για την έλξη αρσενικών. Πειράματα στα είδη Stagmomantis limbata και Tenodera aridifolia sinensis αποδείχνουν, πως ο συνδυασμός οσφρητικών και οπτικών ερεθισμάτων προκαλεί τα καλύτερα αποτελέσματα στην έλξη των αρσενικών. Επίσης, οι φερομόνες καλά θρεμμένων θηλυκών αποδείχτηκαν πιο αποτελεσματικές παρά τις φερομόνες ασθενών θηλυκών.[15] Στο είδος Ameles decolor κατά την προσέγγιση του αρσενικού παρατηρούνται τέσσερα στάδια με διάφορα τυπικά κινήσεις των ποδιών και της κοιλιάς, προφανώς για να ειρηνεύουν τα θηλυκά.[16]
Μετά τα αρσενικά καβαλικεύουν τα θηλυκά και μεταδίδουν το σπερματοφόρος (Εικ. 5) δια τα εξωτερικά γεννητικά όργανα σε μια σακούλα (λατινικά: bursa copulatrix) κοντά στο στόμα των εσωτερικών γεννητικών όργανον του θηλυκού. Κατά τις επόμενες εβδομάδες ανάλογα με το είδος αποθέτονται 10 - 200 γονιμοποιημένα αυγά σε μια γλοιώδη ουσία σε κατάλληλο υπόστρωμα. Η ουσία αυτή μετά στεγνώνει (Εικ. 6).
Μόνο σε λίγα είδη η αναπαραγωγή γίνεται με παρθενογενετικό τρόπο.
Η μεταμόρφωση στο ενήλικο είναι ατελής. Οι νύμφες υφίστανται πολλές εκδύσεις. Στα ευρωπαϊκά είδη το βιολογικό κύκλο διαρκεί ένα χρόνο, στα τροπικά κλίματα μπορούν να συμβούν περισσότερες γενιές συγχρόνως.
Ισόπτερα
Isoptera
Βλαττοειδή
Blattodea
Μαντώδη
Mantodea
Μαντώδη
Mantodea
Βλαττοειδή
Blattodea
Ισόπτερα
Isoptera
Τα παλαιότερα απολιθώματα των μαντωδών χρονολογούνται στην κάτω Κριτιδική περίοδο. Κατά την Ηώκαινη Υποπερίοδος είναι πια καλά εγκαταστημένα και μπορούν να κατατάσσονται κατά μέρος στις σημερινές οικογένειες. Η πιο συγγενής τάξη στα μαντώδη είναι τα βλαττοειδή. Και τα ισόπτερα έχουν στενές φυλογενετικές σχέσεις (Πιν. 1, υπάρχει και άλλη άποψη, Πιν. 2). Οι τρεις τάξεις μαζί είναι τα πρώτα τάξα, στα οποία τα αυγά τοποθετούνται όχι στο νερό, αλλά στη στεριά. Για να αποφεύγουν την αποξήρανση αρχικά τοποθέτησαν τα αυγά σε ομάδες σε μια σταγόνα χυλού, που στεγνώνοντας εξωτερικά, έμεινε εσωτερικά υγρή. Για αυτό το λόγο παραδοσιακά τα τρία τάξα ονομαζόταν ωοθηκάρια. Μαζί με τα δερμάπτερα, πλεκόπτερα, γρυλοβλαττοειδή, φασματώδη, μαντοφασματώδη και ορθόπτερα αποτελούν την ομάδα των βλατοειδών-ορθοπτεροειδών τάξεων.
Η πιο σύγχρονη εσωτερική συστηματική κατατάσσει την τάξη Μαντώδη σε 19 οικογένειες, 15 από αυτές είναι σημερινές.[1]
Οι Κινέζοι χρησιμοποιούν το είδος Tenodera aridifolia siniensis για την καταπολέμηση άλλων εντόμων. Το είδος Hymenopus coronatus (Εικ. 1, αριστερά) και άλλα είδη έγιναν δημοφιλή ως κατοικίδια ζωάκια.
https://en.wikipedia.org/wiki/Mantis#/media/File:Mantis-greece-alonisos-0a.jpg
Τα Μαντώδη (Mantodea) ή οι Μάντισσες είναι μία τάξη εντόμων που αποτελείται από περίπου 2.200 είδη τα οποία χωρίζονται σε 9 οικογένειες. Ονομάστηκαν έτσι το 1838 από τον εντομολόγο Χέρμαν Μπούρμαϊστερ, λόγω της στάσης των μπροστινών ποδιών, τα οποία υψώνονται σαν σε προσευχή.
Στη Ευρώπη αναφέρονται 35 είδη, στην Ελλάδα 8.