Τα θαλάσσια κήτη, επίσημα καλούμενα κητώδη είναι μεγάλα θαλάσσια θηλαστικά άριστα προσαρμοσμένα στο περιβάλλον τους, στα οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων τα δελφίνια και οι φάλαινες. Αποτελούν ομώνυμη τάξη της συνομοταξίας των θηλαστικών. Το όνομά τους προέρχεται από την αρχαία ελληνική "κήτος" που σημαίνει χάσμα, μεγάλο άνοιγμα, και συνυφασμένο από τη μυθική Κητώ, κάθε ον μεγαλόσωμο.
Τα κητώδη διακρίνονται σε δύο υποτάξεις: στα οδοντοκητώδη και τα μυστακοκητώδη. Τα πρώτα περιλαμβάνουν τέσσερις ταξινομικές οικογένειες και τα δεύτερα τρεις. Εκτός αυτών υπάρχει και η υπόταξη τα "αρχαιοκήτη" που περιλαμβάνει μόνο απολιθωμένα είδη.
Ειδικά, για τα κητώδη θεωρείται ότι αναπτύχθηκαν πριν από περίπου 45 εκατομμύρια χρόνια όταν, σύμφωνα με κάποιες επιστημονικές θεωρίες, περισσότερο τολμηρές, ένα χερσαίο θηλαστικό που προσδιορίσθηκε ως 'αρχαιόκητος', επέστρεψε στη θάλασσα.
Τα κητώδη μοιάζουν και συμπεριφέρονται ως ψάρια πλην όμως δεν είναι ψάρια. Το μήκος τους είναι μεγάλο και ποικίλλει των ενηλίκων από 2 μέχρι 30 μ. Ζουν σε ωκεανούς και μερικά είδη αυτών σε μεγάλους ποταμούς (π.χ. Αμαζόνιο, Γάγγη κ.λπ.). Το δέρμα τους είναι γενικά μαλακό και γυαλιστερό, χωρίς λέπια. Κάτω από το δέρμα τους, στον υποδόριο ιστό, βρίσκεται ένα παχύ υπόστρωμα λιπαρής και ελαιώδους ουσίας το λεγόμενο "κητέλαιο", που καλύπτει όλο το σώμα τους με διττό προστατευτικό χαρακτήρα, αφενός της διατήρησης σταθερής θερμοκρασίας και αφετέρου της αποφυγής σύνθλιψης από τις υφιστάμενες πιέσεις στα μεγάλα βάθη που καταδύονται αυτά τα ζώα. Τα δόντια τους εκτός του ότι ξεχωρίζουν από τα άλλα θηλαστικά αποτελούν το βασικό στοιχείο της διάκρισής τους σε δύο υποτάξεις. Αναπνέουν με υπερβολικά μεγάλους πνεύμονες.
Ζουν κατά αγέλες. Κάθε αγέλη περιλαμβάνει μερικά θηλυκά, νεογνά και συνηθέστερα ένα αρσενικό που είναι και ο οδηγός της αγέλης. Παρά το ογκώδες σώμα τους κολυμπούν με επιδεξιότητα και μεγάλη ταχύτητα. Τα θωρακικά πτερύγια βοηθούν ιδιαίτερα στην κολύμβηση. Το δε ουραίο πτερύγιο που χρησιμοποιείται για ώθηση και που αναπτύσσεται κατά οριζόντιο επίπεδο ως προς το διάμηκες του σώματος αποτελεί ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των κητωδών, ενώ το ραχιαίο προσφέρει ισορροπία μέσα στο νερό. Το τελευταίο είναι δερμάτινο χωρίς σκελετό και ονομάζεται λιποπτερύγιο.
Τα κητώδη έχουν μεγάλο εγκέφαλο. Ο μεγαλύτερος εγκέφαλος στον κόσμο ανήκει στον φυσητήρα (Physeter macrocephalus). Ζυγίζει 9 κιλά και είναι έξι έως επτά φορές μεγαλύτερος από τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Τον δεύτερο σε μέγεθος εγκέφαλο στον κόσμο τον διαθέτουν οι όρκες και ζυγίζει 6 κιλά. Ο εγκέφαλος των δελφινιών ζυγίζει περίπου 1,5 κιλά, δεδομένου ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος ζυγίζει 1,2 κιλά. Η ευφυής συμπεριφορά των κητωδών, η επικοινωνία τους, ο τρόπος που κοιμούνται αλλά και το μέγεθος του εγκεφάλου και η πολυπλοκότητα του εγκεφαλικού φλοιού κάποιων ειδών, τα έκαναν αντικείμενα μελέτης για τους επιστήμονες και αγαπητά στους ανθρώπους.
Τα κητώδη αναπνέουν ατμοσφαιρικό αέρα. Η αναπνοή τους είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική. Κάθε φορά που βγαίνουν στην επιφάνεια εκπνέουν το διοξείδιο του άνθρακα και εισπνέουν φρέσκο αέρα. Η ανταλλαγή αυτή των αεριών γίνεται από τους ρώθωνες που είτε είναι επιμήκεις σχισμές, είτε μία ημισεληνοειδής σχισμή, τον λεγόμενο φυσητήρα, ο οποίος κλείνει από μία μυική κίνηση όταν το ζώο καταδύεται. Οι φυσητήρες βρίσκονται στην κορυφή του κεφαλιού των κητωδών.
Τα μεγάλα κητώδη μπορούν να κρατήσουν την ανάσα τους πολύ περισσότερο από τα άλλα θηλαστικά (7 με 30 λεπτά), χάρις σε φυσιολογικές αλλαγές. Πρώτον οι μύες των κυτώδων έχουν πολύ περισσότερη μυοσφαιρίνη από τα άλλα θηλαστικά, με αποτέλεσμα το κυτώδες να μπορεί να μείνει κάτω από το νερό περισσότερο. Επίσης, το μεγάλος μέγεθος των κητώδων σημαίνει ότι ο μεταβολισμός τους είναι πιο αργός, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούν λιγότερο οξυγόνο ανά μάζα.
Ερχόμενα αυτά στην επιφάνεια εξάγουν το ρύγχος και ανοίγουν τους φυσητήρες αποβάλλοντας τον αέρα από τους πνεύμονές τους. Η αποβολή αυτή γίνεται με μεγάλη δύναμη που παράγεται εκκωφαντικός συριγμός και ο υγρός αέρας εκτινάσσεται ως στήλη με συμπυκνωμένους υδρατμούς. Η στήλη αυτή είναι ορατή και σε απόσταση μερικών μιλίων. Μετά την εκπνοή αυτή ακολουθεί μια βαθιά εισπνοή και η κατάδυση του κύτους που γίνεται οριζόντια αργά.
Δεν κοιμούνται ποτέ, αλλά ξεκουράζουν εναλλάξ τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου τους, ώστε, όταν το ένα ξεκουράζεται, το άλλο να εξασφαλίζει την αναπνοή.
Η αναπαραγωγή των μεγαλυτέρων κητωδών γίνεται συνηθέστερα σε θερμότερες περιοχές από εκείνες που συχνάζουν διότι τα νεογνά τους δεν έχουν πολύ λίπος και δεν αντέχουν σε πολύ ψυχρά ύδατα. Κατά την κυοφορία τα έμβρυα τρέφονται από τον πλακούντα και δεν γεννώνται αν δεν αποκτήσουν μέγεθος ίσο περίπου προς το 1/4 της μητέρας τους. Η κυοφορία διαρκεί λιγότερο του έτους όπου γεννώνται ένα ή δύο νεογνά τα οποία οι μητέρες τους τα θηλάζουν με δικό τους γάλα και τα ανατρέφουν με τρυφερότητα.
Τα κητώδη είναι σαρκοφάγα που αναζητούν την τροφή τους από την επιφάνεια της θάλασσας μέχρι βάθους 200 μ. Ανάλογα των μέσων σύλληψης της τροφής τους διακρίνονται σε δύο κατηγορίες - υποτάξεις:
α) Tα μπαλενοφόρα κητώδη ή μυστακοκήτη ή μυστικήτη ή κοινώς φάλαινες, που έχουν μπαλένες αντί για δόντια, όπου λειτουργούν ως ηθμός και με αυτές φιλτράρουν το νερό και κατακρατούν την τροφή τους.
β) Tα οδοντοφόρα κητώδη ή οδοντοκήτη. Χαρακτηριστικά οδοντοκήτη είναι τα δελφίνια.
Τα μυστακοκήτη ή μπαλαινοφόρες φάλαινες έχουν αντί για δόντια δύο σειρές από κεράτινα ελάσματα, τις μπαλαίνες, (ή μπαλένες, ή μπανέλες). Οι μπαλένες 200 - 300 ανά πλευρά σαγονιού κρέμονται από τον ουρανίσκο και παγιδεύουν μικρά θηράματα όταν φιλτράρουν το θαλασσινό νερό, όπως για παράδειγμα κριλ και κυρίως πλαγκτόν που αφθονεί στις πολικές περιοχές όπου και συχνάζουν. Από την άλλη, η γκρι φάλαινα τρέφεται στο βυθό, τρώγοντας βενθικά καρκινοειδή.
Τα οδοντοκήτη κυνηγούν κυρίως ψάρια και κεφαλόποδα, τα οποία συλλαμβάνουν με τα δόντια τους και τα καταπίνουν ολόκληρα χωρίς να τα μασήσουν. Αν πιάσουν μεγάλα θηράματα, όπως κάνει η Όρκα, ή γράμπος η όποια κυνηγάει φώκιες και πτηνά, κόβουν και καταπίνουν μεγάλα κομμάτια σάρκας. Τα οδοντoκήτη γενικά έχουν αναπτύξει αισθητήρες ηχοεντοπισμού, οι οποίοι τους επιτρέπουν να αναγνωρίζουν το σχήμα, την απόσταση, το μέγεθος και την κίνηση ενός αντικειμένου. Με αυτήν την ικανότητα τα οδοντόκητη μπορούν να εντοπίσουν, να κυνηγήσουν και να πιάσουν γρήγορη λεία στο απόλυτο σκοτάδι. Μάλιστα, αυτή η ικανότητα είναι τόσο εξελιγμένη, ώστε να μπορούν να ξεχωρίσουν τη λεία τους από κάτι που δεν είναι, για παράδειγμα μία βάρκα.
Υπολογίζεται ότι υπάρχουν περίπου 83 είδη κητωδών παγκοσμίως, μεταξύ αυτών πολλά είδη δελφινιών και φαλαινών. Πρόσφατα εντοπίστηκε νέο είδος από Αυστραλούς ερευνητές. Σχεδόν όλα ζουν στην θάλασσα, με εξαίρεση τεσσάρων ειδών δελφινιών που ζουν σε γλυκό νερό. Χωρίζονται σε δύο υφομοταξίες, τα Μυστακοκητώδη, ή Μυστακήτη και τα Οδοντοκητώδη ή Οδοντοκήτη. Το μέγεθός τους διαφέρει από το δελφίνι του Κόμμερσον, που είναι μικρότερο από άνθρωπο, μέχρι τη γαλάζια φάλαινα, με μήκος 33 μέτρα.
Οι αρχαίοι πρόγονοι των κητώδων ανήκαν στην οικογενεία των Μεσονυχίδων, και πιο συγκεκριμένα στο γένος Μεσόνυξ, ένα ζώο που έμοιαζε με σκύλο και ήταν προσαρμοσμένα για τη ζωή στη ξηρά. Από αυτά τα ζώα μέχρι τα σύχγρονα κητώδη μεσολάβησαν πολλές ενδιάμεσες μορφές, όπως ο αμπουλόκητος, ένα κήτος το οποίο μπορούσε να βαδίζει επειδή είχε πόδια και να κολυμπάει χάρις σε κυματοειδείς κινήσεις της σπονδυλικής στήλης. Αυτός και άλλα πρωτόγονα κητώδη ανήκουν στην υποκατηγορία των αρχαίοκητων. Τα πρώτα πραγματικά υδρόβια κητώδη εμφανίστηκαν 40 εκατομμύρια χρόνια πριν και περιλαμβάνουν τις δορουδοντίδες και τις βασιλοσαυρίδες. Τα πρώτα μέλη των σύγχρονων ταξινομηκών βαθμίδων εμφανίστηκαν κατά το Μειόκαινο.
Μία ομάδα ωκεανογράφων / θαλασσίων βιοεπιστημόνων από τα πανεπιστήμια Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας, Πουαντιέρ της Γαλλίας και Ντζαμένα στο Τσαντ, με προεξάρχοντα τον ερευνητή Ζαν Ρενό Μπουασερί, προτείνουν στα Πρακτικά της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών μία νέα θεωρία, η οποία λέει ότι οι φάλαινες και οι ιπποπόταμοι είχαν ένα κοινό πρόγονο, με ιδιαίτερη αδυναμία στο υγρό στοιχείο, που ζούσε πριν από 50 με 60 εκατομμύρια χρόνια.
Από αυτό το είδος εξελίχθηκαν δύο κατηγορίες, τα πρώιμα κητώδη, τα οποία σταδιακά άρχισαν να ζουν στο νερό και μία άλλη ομάδα με ζώα, που μοιάζουν με τα σημερινα γουρούνια, τα οποία ονομάζονται ανθρακόθηρα (anthracotheres). Από αυτά, παρήχθησαν 37 διαφορετικά γένη, αλλά το μόνο του επέζησε είναι ο ιπποπόταμος.
Σύμφωνα με τη θεωρία, ανάμεσα στις δύο κατηγορίες περιλαμβάνονται οι φάλαινες, τα δελφίνια, οι φώκαινες, καθώς και τα θηλαστικά με δίχηλες οπλές, όπως είναι τα βοοειδή, οι χοίροι και οι καμήλες.
Δελφίνια αναφέρονται από την ελληνική μυθολογία στο μύθο του Αρίωνα, όπως επίσης και στην Οδύσσεια, ως έμβλημα στο πλοίο του Οδυσσέα που ο ήρωας έβαλε από ευγνωμοσύνη, γιατί ένα δελφίνι είχε σώσει το γιο του Τηλέμαχο από πνιγμό. Γνωστή είναι η συνάντηση των στρατευμάτων του Μ. Αλεξάνδρου με τις φάλαινες, τις οποίες χαρακτήρισαν ως πλωτά νησιά. Συγκινητικές ιστορίες για φιλία δελφινιού και ανθρώπου αναφέρει ο Ρωμαίος Πλίνιος, ενώ πολύ γνωστό είναι το μυθιστόρημα του Χέρμαν Μέλβιλ "Μόμπυ Ντικ", σχετικά με το πλοίο που καταδιώκει τον ομώνυμο λευκό (αλφικό=albino) φυσητήρα.
Το πιο διάσημο «κητολογικό» τέρας είναι ο Λεβιάθαν, ο οποίος περιγράφεται στη Βίβλο. Επίσης, μια άλλη αναφορά στη Βίβλο για τα κητώδη είναι η περιπέτεια του προφήτη Ιωνά, ο οποίος παρέμεινε μέσα σε μία φάλαινα για τρεις μέρες όταν οι συνταξιδιώτες του τον πέταξαν στην θάλασσα ως υπαίτιο για την θεϊκή οργή. Όταν ξεβράστηκε στην ακτή ήταν εξαγνισμένος και αναγεννημένος χάρη σε αυτήν την εμπειρία.
Τα θαλάσσια κήτη, επίσημα καλούμενα κητώδη είναι μεγάλα θαλάσσια θηλαστικά άριστα προσαρμοσμένα στο περιβάλλον τους, στα οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων τα δελφίνια και οι φάλαινες. Αποτελούν ομώνυμη τάξη της συνομοταξίας των θηλαστικών. Το όνομά τους προέρχεται από την αρχαία ελληνική "κήτος" που σημαίνει χάσμα, μεγάλο άνοιγμα, και συνυφασμένο από τη μυθική Κητώ, κάθε ον μεγαλόσωμο.
Τα κητώδη διακρίνονται σε δύο υποτάξεις: στα οδοντοκητώδη και τα μυστακοκητώδη. Τα πρώτα περιλαμβάνουν τέσσερις ταξινομικές οικογένειες και τα δεύτερα τρεις. Εκτός αυτών υπάρχει και η υπόταξη τα "αρχαιοκήτη" που περιλαμβάνει μόνο απολιθωμένα είδη.
Ειδικά, για τα κητώδη θεωρείται ότι αναπτύχθηκαν πριν από περίπου 45 εκατομμύρια χρόνια όταν, σύμφωνα με κάποιες επιστημονικές θεωρίες, περισσότερο τολμηρές, ένα χερσαίο θηλαστικό που προσδιορίσθηκε ως 'αρχαιόκητος', επέστρεψε στη θάλασσα.