Τα θυσανόπτερα (Thysanoptera) ή θρίπες αποτελούν μια τάξη ημιμετάβολων εντόμων στενοί συγγενείς με τα φθιράπτερα, τα ψωκόπτερα και τα Ημίπτερα (Πιν. 1). Περιλαμβάνουν παγκοσμίως περίπου 5.500 είδη, αλλά υποτίθεται πως υπάρχουν πολύ περισσότερα. Από την Ελλάδα αναφέρονται περίπου 50 γένη, πολλά από αυτά με μερικά είδη.[1] Από το γεγονός πως στη Βρετανία αναφέρονται 150 είδη, μπορούμε να συμπεράνουμε πως στην Ελλάδα υπάρχουν περισσότερα.
Τα Θυσανόπτερα ξεχωρίζουν για δύο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά από όλα τα άλλα έντομα. Το ένα είναι μια ειδικότητα των στοματικών μορίων. Τα στοματικά μόρια μυζητικού τύπου δεν είναι συμμετρικά (Εικ. 3). Το μεγάλο μέρος της κοντής προβοσκίδας αποτελείται από το άνω χείλος. Το άνοιγμα, που αφήνει το άνω χείλος προς τα πίσω, σκεπάζεται από το κάτω χείλος και κοντά σε αυτό υλικό του υποφάρυγγα ή της κοινής βάσης των κάτω γνάθων. Μεταξύ των δυο στρωμάτων αυτών κυλάει η σίελος. Πάνω από το ανοικτό κανάλι για τη σίελο οι δυο κάτω γνάθοι σχηματίζοντας τον τροφικό αγωγό. Έξω από αυτό το κανάλι υπάρχει μόνο η αριστερή άνω γνάθος. Η άλλη άνω γνάθος παρατηρείται μόνο στο εμβρυϊκό στάδιο. Γναθικές και γλωσσικές προσακτρίδες υπάρχουν.
Η άλλη ιδιότητα αφορά τα πόδια. Οι ταρσοί είναι διμερείς ή μονομερείς. Στο τέλος του ταρσού μεταξύ των δυο νυχιών υπάρχει ένας λοβός (το αρόλιουμ, arolium) που μπορεί να φουσκώνει σαν κύστη με την αύξηση της πίεσης της αιμολέμφου. Το φουσκωμένο αρόλιουμ επιτρέπει στα έντομα να "κολλούν" στο υπόστρωμα. Πολλές φορές ο μηρός είναι πρησμένος.
Το σώμα είναι μακρόστενο και στερνονωτιαίως λίγο πεπλατυσμένο. Τα μικρά είδη αποκτούν μήκος μισού χιλιοστόμετρου, τα μεγάλα φτάνουν τα δεκαπέντε χιλιοστόμετρα. Τα περισσότερα είδη είναι μαύρα, έχει όμως και άσπρα και χρωματιστά είδη. Οι κοντές κεραίες συνίστανται από τέσσερα έως εννιά άρθρα και εκφύονται η μια κοντά στην άλλη. Οι σύνθετοι οφθαλμοί προβάλλουν από το κεφάλι, σε ακμαία με πτέρυγες συναντούμε συμπληρωτικά τρεις απλούς οφθαλμούς. Ο σχετικά μεγάλος προθώρακας κινείται ελεύθερα, ενώ μεσοθώρακας και μεταθώρακας είναι ενωμένοι. Η κοιλία αποτελείται από 11 ουρoμερή και λεπτύνεται προς τα πίσω.
Οι πτέρυγες είναι στενόμακρες. Οι φλέβες είναι μόνο λίγες ή λείπουν. Η επιφάνεια των πτερύγων αυξάνεται δια μακρές τρίχες στις πλευρές (Εικ. 2). Σε αυτές τις τρίχες η τάξη οφείλεται το όνομά της (θύσανος συν πτερόν). Οι μπροστινές και οι οπίσθιες πτέρυγες συνθέτονται με πτυχή κατά την πτήση. Πολλά είδη όμως είναι άπτερα.
Το νευρικό σύστημα περιορίζεται σε μόνο λίγα γάγγλια, το υποοισοφαγικό και το προθωρακικό γάγγλιο ενώνονται, επίσης τα γάγγλια της κοιλιάς. Τα υπόλοιπα γάγγλια αντιστοιχούν στο βασικό σχήμα του νευρικού συστήματος των εντόμων. Στα θηλυκά της υποτάξεως Terebrantia συναντούμε γερό ωοθέτη με τέσσερα πριονιστά στιλέτα, στα θηλυκά της υποτάξεως Tubulifera ο δερματοειδής ωοθέτης εκβάλλεται μόνο κατά την απόθεση των αυγών. Στα αρσενικά όλων των θυσανοπτέρων τα εξωτερικά γεννητικά όργανα είναι καλά ανεπτυγμένα.
Τα περισσότερα είδη συναντούμε σε σάπιο ξύλο ή σε απορρίμματα φύλλων. Τα άλλα είδη ζουν σε πράσινα φύλλα ή σε λουλούδια. Μόνο λίγα είδη συναντούμε σε βρύα. Στην Αυστραλία μερικά είδη ζουν μεταξύ δυο φύλλων, τα οποία κολλούν το ένα στο άλλο, καμιά φορά με τη βοήθεια νημάτων που κατασκευάζουν τα ίδια. Οι προνύμφες (Εικ. 1) χρησιμοποιούν τα ίδια ενδιαιτήματα με τα ακμαία, αλλά για τη νύμφωση υποχωρούν στο έδαφος.
Η πλειονότητα των ειδών τρέφεται από μύκητες, μερικά και από τους σπόρους αυτών. Στης εύκρατες ζώνες κατά κανόνα καταναλώνουν τη γύρη λουλουδιών ή άλλους φυτικούς ιστούς. Μερικά είδη τρέφονται από άλλα μικρά ζώα.
Τα αρσενικά πολλών ειδών εκδηλώνουν επιθετικότητα εναντίον άλλων με στόχο να προστατεύουν το ταίρι ή τα αυγά που προέρχονται από τη σύζευξη με θηλυκό.
Τα θηλυκά έχουν διπλό αριθμό χρωμοσωμάτων παρά τα αρσενικά, γιατί εκκολάπτονται από μη γονιμοποιημένα αυγά. Η μεταμόρφωση είναι εξαιρετική. Μετά από δυο προνυμφιακά στάδια χωρίς κανένα ίχνος πτερύγων εξακολουθούν δυο ή τρία νυμφιακά στάδια με μπουμπούκια πτερύγων (Αγγλικά wing buds, Γερμανικά Flügelknospen) στα οποία τα έντομα δεν λαμβάνουν καθόλου τροφή. Ο βιολογικός κύκλος κατά κανόνα διαρκεί ένα χρόνο, ιδιαίτερα στις εύκρατες ζώνες. , αλλά μερικά είδη μπορούν να εκδηλώνουν μερικές γενεές το χρόνο μέχρι να αναπτύξουν μια καινούργια γενεά κάθε τρεις εβδομάδες, αρκεί να επικρατούν ευνοϊκές συνθήκες.
Τα Θυσανόπτερα βλάπτουν τον άνθρωπο έμμεσα λόγω των ζημιών που προκαλούν άμεσα με την αποδυνάμωση φυτών ή την πρόληψη σχηματισμού καρπών που καλλιεργούνται από των άνθρωπο. Επίσης προκαλούν έμμεσα ζημιές, μεταδίδοντας παθογόνους ιούς. Εξ άλλου μπορούν να γίνουν ενοχλητικά όταν πετούν στο δέρμα ανθρώπων. Στην άλλη πλευρά μπορούν να βοηθούν στην επικονίαση, και τα αρπακτικά είδη να καταναλώνουν επιβλαβή έντομα.
Τα Θυσανόπτερα συναντώνται σε όλες τις ζωογεωγραφικές περιοχές περιοχές με εξαίρεση τις αρκτικές ζώνες, τα περισσότερα είδη όμως ζουν στις τροπικές ζώνες.
Η εξωτερική συστηματική απεικονίζεται στον Πιν. 1. Μια πιθανή φυλογένεια των θυσανοπτέρων (εσωτερική συστηματική) [2] δείχνει ο Πιν. 2.
Παρανεόπτερα ΠσοκοειδήΦθειράπτερα (Phthiraptera)
Ψωκόπτερα (Psocoptera)
Θυσανόπτερα (Thysanoptera)
Ημίπτερα (Hemiptera)
Uzelothripidae
Merothripidae
Aeolothripidae
Adiheterothripidae
Thripidae
Heterothripidae
Fauriellidae
Phlaeotripidae
Lonchotripidae
Λεπτομερέστερα, οι οικογένειες και υποοικογένειες των θυσανοπτέρων είναι οι εξής:
Τα θυσανόπτερα (Thysanoptera) ή θρίπες αποτελούν μια τάξη ημιμετάβολων εντόμων στενοί συγγενείς με τα φθιράπτερα, τα ψωκόπτερα και τα Ημίπτερα (Πιν. 1). Περιλαμβάνουν παγκοσμίως περίπου 5.500 είδη, αλλά υποτίθεται πως υπάρχουν πολύ περισσότερα. Από την Ελλάδα αναφέρονται περίπου 50 γένη, πολλά από αυτά με μερικά είδη. Από το γεγονός πως στη Βρετανία αναφέρονται 150 είδη, μπορούμε να συμπεράνουμε πως στην Ελλάδα υπάρχουν περισσότερα.
Εικ.1: Suocerathrips linguis